Κι όμως το πρώτο brain drain, η φυγή δηλαδή από τη χώρα άξιων ανθρώπων λόγω παντελούς έλλειψης αξιοποίησης τους εδώ, έλαβε χώρα το 1841, με την ίδρυση σχεδόν του νεότερου Ελληνικού κράτους. Θύμα του ήταν και ένας ηθοποιός. Ο Κωνσταντίνος Αριστίας.
Ήταν η εποχή, όπου Έλληνες του εξωτερικού, επιστήμονες, έμποροι και καλλιτέχνες έρχονται να στηρίξουν την καινούργια, ελεύθερη πια Ελλάδα. Αλίμονο όμως. Πολλοί από αυτούς γύρισαν πίσω κακήν κακώς. Κάποιοι έμειναν να παλέψουν με αυτοθυσία. Όμως υπήρχαν και πάρα πολλοί κηφήνες, που κοίταξαν να εκμεταλλευτούν τις νέες ευκαιρίες. Η ιστορία καταγράφει πλείστα όσα περιστατικά γύρω από τις ανομίες, τις ρεμούλες τους και την μνημειώδη απέχθεια της νέας φιλοβαυαρικής νομενκλατούρας προς τους αγωνιστές του ’21, που αφού είχαν ξοδέψει το βιος και την υγεία τους, περιφέρονταν επαίτες στη νέα πρωτεύουσα. Ο θεατρικός συγγραφέας Μιλτιάδης Χουρμούζης αποτυπώνει σε μια σκηνή του έργου του «Ο Υπάλληλος» αυτήν ακριβώς την κατάσταση: Ο γέρος αγωνιστής πηγαίνει στο γραφείο του «Υπάλληλου», ενός ανώτερου δηλαδή κρατικού λειτουργού που έφθασε από την Ευρώπη και διορίστηκε σε περίοπτη θέση, για να ζητήσει βοήθεια. Αποπέμπεται ο μπαρουτοκαπνισμένος γέρος σκαιώς και με περισσή απαξίωση. Αλλά και η ιστορία, μας πληροφορεί για την τύχη του Νικηταρά του «τουρκοφάγου», που στο τέλος της ζωής του, επέτυχε να λάβει «Άδεια επαίτου» και να ζητιανεύει μπρος στην Αγία Τριάδα του Πειραιά.
Ο Κωνσταντίνος Αριστίας, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1800. Ηγεμόνας της Βλαχίας ήταν τότε ο Φαναριώτης Ιωάννης Καρατζάς. Η κόρη του Ραλλού, αγαπούσε το θέατρο και ενθάρρυνε το ανέβασμα ερασιτεχνικών παραστάσεων στο παλάτι της. Μορφωμένη και διορατική, αναζητούσε ολοκληρωμένες θεατρικές δράσεις από ανθρώπους αφοσιωμένους στην τέχνη του θεάτρου. Στο πρόσωπο του Αριστία ανακάλυψε ένα πηγαίο ταλέντο. Τον έστειλε λοιπόν να σπουδάσει την υποκριτική τέχνη στο Παρίσι, κοντά στον Τάλμα Φρανσουά Ζοζέφ. Το 1827, ο Αριστίας επιστρέφει στο Βουκουρέστι, όπου διδάσκει στο Κολλέγιο του Αγίου Σάββα και ιδρύει Θεατρική Σχολή. Η λαχτάρα για την ελεύθερη πατρίδα όμως, τον φέρνει στην Αθήνα, έτοιμο να προσφέρει τα πάντα για τη δημιουργία και προκοπή ενός γηγενούς θεάτρου, μιας και η θεατρική ζωή εκείνη την εποχή περιορίζονταν σε κάποιες παραστάσεις ιταλικών μελοδραματικών θιάσων και κάποια ιστορικά δράματα παιγμένα από ερασιτέχνες. Το επαγγελματικό θέατρο ήταν στα σπάργανα. Υπήρχε μία μόνον θεατρική αίθουσα, απέναντι από το Δημαρχείο, το ξύλινο θέατρο του Σκοντζόπουλου.
Ο Αριστίας, δεν ήταν απλώς ένας παθιασμένος θεατρίνος. Ήταν και ένας φλογερός επαναστάτης. Μέλος της «Φιλικής Εταιρείας» και σημαιοφόρος του «Ιερού Λόχου», συμμετέχει με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στη μάχη του Δραγατσανίου. Είναι ένας από τους ελάχιστους επιζώντες του Λόχου.
Έρχεται λοιπόν, έτοιμος να προσφέρει τα πάντα για τη δημιουργία και την προκοπή του θεάτρου στο νέο κράτος. Μπολιασμένος με τις ιδέες του Διαφωτισμού, εμπλέκεται στην προσπάθεια αφύπνισης των Ελλήνων ανεβάζοντας αντιτυραννικές τραγωδίες του Διαφωτισμού, με ευθεία βέλη προς την Βαυαροκρατία και ό,τι έφερε μαζί της. Αυταρχισμό, φαυλοκρατία και απέχθεια απέναντι σε δημοκρατία, δικαιώματα, κοινωνική δικαιοσύνη. Δυστυχώς, οι σκληρές συντεχνιακές δομές του γηγενούς φτωχού θεάτρου στη βαυαροκρατούμενη πρωτεύουσα, είχαν προλάβει να συγκροτηθούν και να «ελέγχουν» το τοπίο. Ο μορφωμένος θεατρίνος και επαναστάτης παραμερίζεται. Ο σπουδαγμένος στο Παρίσι ηθοποιός, ασφυκτιά. Δημιουργείται γύρω του ένας κλοιός, εμποδίζοντας τον να συμμετέχει ενεργά στη θεατρική ζωή του τόπου που τον έχει ανάγκη. Είχε να μεταδώσει πολλά στους ερασιτέχνες της νεοσύστατης θεατρικής συντεχνίας των Αθηνών. Δεν αποκλείεται να κινδύνευε και η ζωή του. Ο αγωνιστής, συγγραφέας και αντιβαυαρός βουλευτής Μιλτιάδης Χουρμούζης κατέφυγε νύχτα σε τουρκικό έδαφος για να γλυτώσει!
Γύρισε λοιπόν ο Αριστίας πίσω στο Βουκουρέστι. Εκεί, ίδρυσε το Εθνικό Θέατρο της Ρουμανίας προσφέροντας πολλά στη θεμελίωση του επαγγελματικού θεάτρου της χώρας.
Ένα αέναο brain drain αιωρείται όλα αυτά τα χρόνια πάνω από το νεότερο ελληνικό κράτος. Πότε προς την Ευρώπη, πότε στην Αμερική, την Αφρική και την Αυστραλία, ατέλειωτη η στρατιά αυτών που φεύγουν, τραγουδώντας κάτι σαν τους στίχους του Μανώλη Ρασούλη: “Αχ Ελλάδα σ’ αγαπώ / και βαθειά σ’ ευχαριστώ / γιατί μ’ έμαθες και ξέρω / ν’ ανασαίνω όπου βρεθώ / να πεθαίνω όπου πατώ / και να μη σε υπομένω… ”
* Ο Πάνος Σκουρολιάκος είναι μέλος της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ και βουλευτής στην Περιφέρεια Αττικής