Στην κορυφή των κωμωδιογράφων δεσπόζει ο πιο σπουδαίος του είδους, Αριστοφάνης ο Αθηναίος, που γεννήθηκε το 445 π.χ. στον δήμο Κυδαθηναίων, στη σημερινή Πλάκα δηλαδή. Ευτύχησε να μεγαλώσει σε μια εποχή γαλήνης και δημοκρατίας, να αφιερωθεί στην συγγραφή κωμωδιών, να βραβευθεί, να μεγαλουργήσει στην εποχή του, αλλά και να μεταφερθεί μέσω αντιγράφων στα νεώτερα χρόνια, όπου ξεκίνησε μια νέα «καριέρα». Σε μεταφράσεις στη νεοελληνική αλλά και σε άλλες γλώσσες, κυριεύει ξανά τις σκηνές των θεάτρων όπου γης. Στην πατρίδα του την Ελλάδα, τιμάται ιδιαίτερα και το γηγενές Θέατρο έχει δημιουργήσει πολλές «σχολές» θεώρησης του έργου του.
Σπουδαίες παραστάσεις ανέβηκαν από σκηνοθέτες και ηθοποιούς που αφιέρωσαν τη ζωή και το έργο τους στην αναβίωση των κωμωδιών του μεγάλου κωμωδού.
Πλην όμως, φευ, υπάρχουν και εκείνοι οι κωμωδιογράφοι της αρχαιότητας που δεν είχαν την τύχη του Αριστοφάνη. Είναι οι πριν από αυτόν, οι σύγχρονοί του και οι επόμενοι. Έμειναν στην αφάνεια σε σχέση με αυτόν δια μέσου των αιώνων και λίγος λόγος γίνεται για το έργο τους. Ας θυμηθούμε κάποιους λοιπόν, όχι μόνο γιατί προετοίμασαν μερικοί από αυτούς το έδαφος για τον μεγάλο ποιητή, αλλά και γιατί οι περισσότεροι είχαν ταλέντο και έργο σημαντικό, πλην όμως … έζησαν σε λάθος εποχή!
Για πολλούς από τους προγενέστερους του Αριστοφάνη δημιουργούς, δεν έχουμε στοιχεία. Γνωρίζουμε όμως πως από το 486 π.χ. οι Αθηναίοι οργάνωσαν τα Μεγάλα Διονύσια όπου παίζονταν κωμωδίες. Από τότε μέχρι τον θάνατο του Αριστοφάνη το 386 π. χ. ανέβηκαν 600 με 700 κωμωδίες! Λίγα ονόματα έχουν φτάσει ως εμάς και μερικά μόνον σπαράγματα έργων τους. Γνωρίζουμε λοιπόν τον Φερεκράτη, που ήταν προγενέστερος του Αριστοφάνη. Έγραψε 16 κωμωδίες, που δυστυχώς δεν σώθηκαν. Από μερικά αποσπάσματα που έφτασαν ως εμάς, διακρίνουμε αττική γλωσσική καθαρότητα, χάρι στο ύφος αλλά και μια κάποια αφέλεια. Δεν καταπιάστηκε με θέματα του δημόσιου πολιτικού βίου. Σύγχρονος του Αριστοφάνη ήταν ο Κρατίνος. Έργα του συμπληρωμένα, (μιας και βρέθηκαν λειψά) ανεβαίνουν σποραδικά και σήμερα. Ανταγωνιστής του Αριστοφάνη, είχε πάρει με το έργο του «Σάτυροι», το δεύτερο βραβείο το 424 π.χ. όταν ο Αριστοφάνης με τους «Ιππείς» του είχε κερδίσει το πρώτο βραβείο. Σύγχρονός του και ο Εύπολις, που ήταν και φίλος του μεγάλου ποιητή. Τσακώθηκαν όμως, γιατί αλληλοκατηγορήθηκαν για λογοκλοπή! Τίτλοι μόνον έργων του έχουν φτάσει ως εμάς, όπως «Μαρικάς», «Είλωτες», «Βάπται» κ.λ.π.
Σε πολλές περιπτώσεις, ο Αριστοφάνης ασχολήθηκε στις κωμωδίες του με τους ομότεχνους του. Τους « καταχεριάζει» κανονικά! Στις «Νεφέλες» για παράδειγμα, αναφέρει πως οι ποιητές αυτοί, χρησιμοποιούν εξαιρετικά χυδαία κοστούμια, οργανώνουν στις παραστάσεις των έργων τους ξεδιάντροπους χορούς και επιδίδονται σε χοντρά χωρατά για τα φυσικά ελαττώματα, τη φτώχια και τα παράσιτα .Στους «Βατράχους» τους κατηγορεί για κοπρολαγνία! Τους εμέμφετο ακόμη ότι επιτίθεντο με την σάτιρα τους σε πρόσωπα αδύναμα και παρακατιανά, ενώ αυτός τα έβαζε με πολιτικούς πανίσχυρους.
Η δεσπόζουσα θέση του μεγάλου κωμικού στον χώρο της κωμωδίας του έδωσε την ευκαιρία να καθορίσει τους όρους και το πλαίσιο του κωμικού θεάτρου όχι μόνο στην εποχή του, αλλά και στις μέρες μας. Κυριολεκτικά «καταβρόχθισε» τους σύγχρονούς του, κάλυψε τους παλιότερους και έβαλε μια τελεία στην Αττική Κωμωδία με το τελευταίο του έργο, τον «Πλούτο». Την ίδια εποχή, τελείωνε και το θαύμα της Αθηναϊκής Δημοκρατίας.
Μετά από αυτόν, με την Αθήνα σε παρακμή, θολώνει και το Θέατρο στο κλεινόν άστυ. Ο επόμενος κωμωδιογράφος που θα ξεχωρίσει είναι ο Μένανδρος. Αυτός όμως εισάγει μια άλλη κωμωδία. Τα θέματα που έχουν να κάνουν με την Δημοκρατία και τον δημόσιο βίο αποσύρονται για να ανέβουν στη σκηνή ιδιωτικές υποθέσεις ερώτων, εξώγαμων και άλλων τέτοιων καταστάσεων. Κατώτερος βέβαια του Αριστοφάνη ο Μένανδρος, επηρέασε παρ όλα αυτά μέσω των Ρωμαίων όλο το σύγχρονο δυτικό θέατρο και όχι μόνον.
Δύσκολοι καιροί για πρίγκιπες λοιπόν, όταν υπάρχει ένας κραταιός βασιλιάς. Και ο βασιλιάς Αριστοφάνης ήταν πολύ σπουδαίος ώστε να μοιραστεί το βασίλειό του και με άλλους. Και στην εποχή του, αλλά και εις τους αιώνες των αιώνων!
Πηγή: Η Αυγή