“ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΕΧΝΑΣ ΚΑΤΕΡΓΑΖΕΤΑΙ”
Ένας πανάρχαιος μιμητικός χορός ανθρώπων που δούλευαν τη γη, αποτέλεσε την απαρχή της τέχνης του θεάτρου. Η τραγωδία, αναφέρει ο Αριστοτέλης στην «Ποιητική» του, είναι «μίμησις πράξεως σπουδαίας…». Kάτω από το φως νεώτερων ανθρωπολογικών παρατηρήσεων, μπορούμε να υποστηρίξουμε πως ο πυρήνας της τραγωδίας και βέβαια της ποίησης βρίσκεται στον μιμητικό χορό της πρωτόγονης κοινωνίας. Για παράδειγμα, οι κοπέλες μιας τέτοιας κοινωνίας καλλιεργούν τους αγρούς. Το βλαστάρι που μόλις φύτρωνε, κινδύνευε από τα καιρικά φαινόμενα της εποχής. Για να αποτραπεί η διαφαινόμενη καταστροφή του, τα νεαρά κορίτσια χόρευαν, μιμούμενα με τα σώματά τους τον αγώνα ανάμεσα στο σπαρτό και τον αέρα. Τραγουδούσαν ταυτόχρονα στα βλαστάρια, προτρέποντάς τα να κάνουν το ίδιο, και να νικήσουν τα φυσικά εμπόδια που συναντούσαν στην διαδικασία της ανάπτυξής τους.
Η ανάγκη της επιβίωσης και η προστασία του κόπου της εργασίας γεννά τέχνη λοιπόν. Πολλές είναι οι εκφάνσεις του φαινομένου και σε όλη την ιστορική πορεία των κοινωνιών και της ανθρωπότητας.
Ποιος δεν έχει δει τον κυπριακό χορό του δρεπανιού. Οι καλοί θεριστάδες της μεγαλονήσου, «έπαιζαν το δρεπάνι», έκαναν δηλαδή επιδέξιες και γρήγορες κινήσεις με αυτό γύρω από το κορμί και πάνω από το κεφάλι, κόβοντας μαστόρικα το άκρο του σταχυού, χωρίς να σταματούν το θέρισμα. Ασκούσαν μάλιστα αυτή τους την δεξιοτεχνία, και μετά το θέρισμα. Όταν αυτό τελείωνε, ξεκινούσαν τα «ποθέρκα». Οι καλοπροαίρετες απειλές προς τον ιδιοκτήτη, από τον οποίο διεκδικούσαν δώρα, τραπεζώματα κλπ. Το «παίξιμο του δρεπανιού» μετεξελίχθηκε σε «χορό του δρεπανιού», περικλείοντας στην ιστορική πορεία του και ένα δρώμενο γονιμικής μαγείας για την αποτροπή του κακού. Αυτό το δρώμενο ήταν συνδεδεμένο και με τη «γιορτή του κατακλυσμού» στην Κυπριακή γη, όπου ο χορός του δρεπανιού είχε την τιμητική του.
Φεύγοντας από τις γεωργικές πρωτόγονες κοινωνίες που γέννησαν μορφές τέχνης σαν αυτές που αναφέραμε ήδη, ας κάνουμε ένα άλμα, μεταφερόμενοι στην εποχή του Βυζαντίου. Εδώ οι συντεχνίες των Ελλήνων χασάπηδων στην Μακεδονία και την Κωνσταντινούπολη, δημιούργησαν μέσα από μια χορευτική μίμηση μάχης με τα σπαθιά τους, τον κοσμαγάπητο χασάπικο χορό. Η ονομασία του προέρχεται από την τουρκική λέξη kasap που σημαίνει κρεοπώλης, ενώ η αντίστοιχη ελληνική ονομασία του ήταν «μακελάρικος». Μελετητές διάφοροι, συνδέουν τον χασάπικο με την αρχαιότητα. Θεωρούν, πως τα βήματα, ο τρόπος στάσης και η τακτική κίνησης, έχει να κάνει με την αναπαράσταση στάσεων του στρατού του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Όπως και να έχει το πράγμα, ο χορός που ξεπήδησε ή διασώθηκε μέσα από τα μαχαίρια και τους μπαλτάδες των χασάπηδων του Βυζαντίου, μας συντροφεύει ακόμα και μας δίνει διονυσιακή χαρά και μέθεξη στα γλέντια μας.
Και από το Βυζάντιο στη νεώτερη ελληνική θεατρική ιστορία, όπου έχουμε δασκάλους που επιδίδονται στα πλαίσια της εργασίας τους στην θεατρική συγγραφή. Ο Δημοσθένης Μισιτζής, σαμιώτης δάσκαλος στην Κωνσταντινούπολη, γράφει την κωμωδία «Ο Δουξ της βλακείας» (1881) όπου υπάρχουν μόνον ανδρικοί ρόλοι, και μάλιστα «μαθηταί Λυκείου» οι περισσότεροι, με σκοπό να παιχτεί από τους μαθητές του σχολείου όπου δίδασκε. Η εργασία του Μισιτζή, τον οδήγησε στην χρηστική τέχνη. Στη συνέχεια όμως έγραψε και άλλα θεατρικά έργα, με αποκορύφωνα τον «Φιάκα», που αποτελεί την κορωνίδα των κωμωδιών της εποχής του, και που παίζεται και στις μέρες μας συχνά και με επιτυχία.
Η εργασία γεννά τέχνη λοιπόν. Στην αρχή ως διαδικασία επιβίωσης και στη συνέχεια ως όπλο διαβίωσης, ενσωματώνοντας τις κατακτήσεις της ανθρωπότητας σε όλα τα στάδιά της. Στην σημερινή εποχή της εξειδίκευσης αλλά και της εργασιακής αβεβαιότητας τι τέχνη άραγε να γεννήσει κανείς; Πόσο αλληλέγγυοι αισθάνονται όσοι ασκούν το ίδιο επάγγελμα; Πόσο βέβαιος είναι κανείς ότι θα συνεχίσει να ασκεί επί μακρόν το τωρινό του επάγγελμα; Το παγκόσμιο τοπίο εργασίας αποτρέπει τη δημιουργία τέχνης μέσα από την εργασιακή διαδικασία . Όπως ακυρώνει την σιγουριά επιβίωσης και τη χαρά της δημιουργίας για τον εργαζόμενο.
Ας οικοδομήσουμε λοιπόν, μέσα από ένα δυνατό και αισιόδοξο μέτωπο αγώνα το νέο τοπίο εργασίας που θα μας εξασφαλίζει αξιοπρέπεια και που θα μας επιτρέπει να γεννούμε ξανά έργα τέχνης μικρά, καθημερινά και που όλα μαζί θα γίνονται μεγάλα και μακράς πνοής.
Βιβλιογραφία: G. Thomson : «Διαλέξεις για τον Αρχαίο Ελληνικό Πολιτισμό» – εκδ. «Εκδοτικό Ινστιτούτο Αθηνών»
(Δημοσιεύθηκε στην ΑΥΓΗ στις 19/7/2014)