Ο ΤΣΙΓΓΑΝΟΣ ΚΑΙ Ο ΤΣΑΜΙΚΟΣ

Γράφει ο Πάνος Σκουρολιάκος*

Δεν γνωρίζουμε πολλά για τη μουσική των αρχαίων μας. Τα λίγα γραπτά  δείγματα της,  δεν μας φωτίζουν ιδιαίτερα. Δεν έφτασαν ως εμάς οι μουσικές των τραγωδιών, οι δελφικοί ύμνοι, τα τραγούδια των συμποσίων, γιατί δεν υπήρχε για πολλούς  ιστορικούς  λόγους,  η συνέχεια στο ανθρώπινο καλλιτεχνικό δυναμικό που θα αναλάμβανε την «μεταφορά» τους μέσα από τους αιώνες.

Αντίθετα, από τα μεσαιωνικά χρόνια και μετά, το δημοτικό τραγούδι, είχε καλύτερη τύχη. Το τραγούδι αυτό που ζυμώθηκε με την καθημερινότητα, τους αγώνες, τις αγωνίες, τα καλά και τα δύσκολα του λαού και του τόπου, ευτύχησε να έχει κατά πρώτον σπουδαίο δημιουργό.  Τον ίδιο τον λαό. Λέξη τη λέξη και νότα τη νότα, το ύφαινε, πατώντας  σε παλιότερους μουσικούς  δρόμους. Όμως δεν έφτανε μόνον αυτό. Χρειάζεται και η συνεισφορά και των μουσικών που θα το κοινωνήσουν  στα πανηγύρια, τους γάμους, και τις χαρές των ανθρώπων. Οι γηγενείς Έλληνες μουσικοί ήταν πάντα σπουδαίοι και δημιουργικοί. Σχεδόν κάθε χωριό  είχε τη δική του κομπανία. Ήταν νοικοκυραίοι άνθρωποι, που  μετά τις εργασίες στην ύπαιθρο ή στα άλλα επαγγέλματα τους, έκαναν το κέφι τους με τη μουσική. Έτσι το χωριό τους αλλά και τα κοντινά χωριά, είχαν τη δική τους κομπανία. Έπαιζαν τραγούδια του τόπου τους, ενώ αγνοούσαν και βέβαια δεν συμπεριλάμβαναν  στο ρεπερτόριό τους σκοπούς της ευρύτερης περιοχής  και πολύ περισσότερο  πιο μακρινών τόπων. Δεν καταδέχονταν άλλωστε να κάνουν την μουσική κύριο επάγγελμα και να εξαρτώνται από την «χαρτούρα» αυτού που διασκεδάζει,  και ακόμα να ανέχονται  προσβλητικές πολλές φορές συμπεριφορές. Αυτό ακριβώς το καινό, ήρθε να καλύψει ένας πλάνητας λαός μουσικών, χορευτών, σιδεράδων, γητευτών και άλλων επαγγελμάτων του δρόμου. Οι Αθίγγανοι.

Με το όνομα αυτό, ήταν γνωστή μια αίρεση στην Μικρά Ασία που θεωρούσε τον Μελχισεδέκ,  ως ανώτερο του Χριστού. Τα πρώτα κύματα των Ρομ, όπως τους αποκαλούμε σήμερα, ήρθαν από την Μικρά Ασία. Οι κληρικοί λοιπόν θεωρώντας τους ειδωλολάτρες και άθεους, τους έδωσαν το όνομα των οπαδών της αίρεσης που προαναφέραμε. Αυτοί λοιπόν, ανέλαβαν επαγγελματικά να μεταφέρουν τις μουσικές και τα τραγούδια όχι μόνο ανάμεσα σε κοντινούς πολιτιστικά προορισμούς, αλλά και μακρινότερους, φέρνοντας σε επαφή τους ρουμελιώτες για παράδειγμα με την μουσική της Ηπείρου ή της Θεσσαλίας και το αντίστροφο. Η παράδοση λέει  πως οι άξιοι μουσικοί, ξεκινούσαν από την Κωνσταντινούπολη και διέτρεχαν την τότε Οθωμανική αυτοκρατορία,  έως την Αίγυπτο και την Συρία, παίζοντας σε κάθε τόπο τους σκοπούς και τα τραγούδια του, με θαυμαστή ακρίβεια στις λεπτομέρειες και τις μουσικές ή στιχουργικές διαφοροποιήσεις από χωριό σε χωριό και βέβαια ανάμεσα σε πολλές γλώσσες και κουλτούρες. Το ταξίδι αυτό διαρκούσε τέσσερα χρόνια. Με την επιστροφή, οχτώ. Ο κάθε μουσικός, το έκανε  κατά τη διάρκεια της ζωής του, τρείς ή τέσσερεις φορές.

Οι τσιγγάνοι μουζικάντηδες του ελλαδικού χώρου, ζυμώθηκαν και έκαναν κτήμα τους την βυζαντινή μουσική. Στους οχτώ ήχους της  άλλωστε βασίζεται  το δημοτικό μας τραγούδι.  Σχημάτιζαν κομπανίες , συνήθως οικογενειακές και διέτρεχαν όλη τη χώρα προσφέροντας τη διασκέδαση εκεί που την είχαν ανάγκη. Είτε γιορταζόταν κάποιος Άγιος, είτε υπήρχε γάμος, βαφτίσια ή άλλες χαρές. Τα βασικά όργανα ήσαν η πίπιζα και το νταούλι. Αυτή ήταν η λεγόμενη ζυγιά. Πολλές φορές υπήρχαν δύο πίπιζες. Την μία την έπαιζε ο πιο έμπειρος, ο και «μάστορας» αποκαλούμενος από τους ομότεχνούς του. Ήταν αυτός που δέχονταν τις παραγγελίες για τον χορό που προτιμούσε εκείνος  ή εκείνη που χόρευε και αυτός που δέχονταν το ασήμωμα στο κούτελο.  Με την δημιουργία του νεότερου Ελληνικού κράτους, νέα όργανα αναλαμβάνουν να  εκφράσουν τις  παραδοσιακές  μουσικές  των Ελλήνων. Το βιολί και το κλαρίνο δραπετεύουν από τις φιλαρμονικές ορχήστρες των Βαυαρών του Όθωνα  και σύντομα  κατακτούν την ύπαιθρο χώρα, για να γίνουν   τα πιο αγαπημένα όργανα του λαού μας.

Ως θεματοφύλακες  της παραδοσιακής μας μουσικής οι Αθίγγανοι λοιπόν, μπορούμε να πούμε πως την μετέφεραν αιώνες τώρα  και την μπόλιασαν και με δικά τους στοιχεία. Κράτησαν όμως τις αναλογίες και τις διαφορές.  Δεν  γνωρίζουμε πως και με ποιους τρόπους  θα έφθαναν  ως τις μέρες μας τα κλέφτικα τραγούδια, τα θλιμμένα ηπειρώτικα της ξενιτιάς και οι  όμορφοι συρτοί χοροί αν δεν υπήρχαν οι τσιγγάνοι μουζικάντηδες. Είναι  σίγουρο, πως το δημοτικό μας τραγούδι, η παράδοση και ο πολιτισμός μας, τους χρωστούν  πολλά.

Ναι. Βαρύνονται και για  πολλές στρεβλώσεις και διαστρεβλώσεις της παραδοσιακής μας μουσικής. Αλλά ο τσιγγάνος μουσικός, είναι επαγγελματίας. Παίζει ότι του ζητήσεις. Είτε αυτό είναι  ένα σουξεδιάρικο καψουροτράγουδο της Εθνικής Οδού είτε είναι ένας περήφανος τσάμικος χορός.

 

Βιβλιογραφία:

Samuel Baud-Bovy : Δοκίμιο για το Ελληνικό Δημοτικό Τραγούδι (Εκδ. Πελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος, Ναύπλιο 2005)

Τάκη Γιαννακόπουλου : Οι Γύφτοι και το Δημοτικό μας Τραγούδι (Εκδ. Θουκυδίδης, Αθήνα 1981  ).

* Ο Πάνος Σκουρολιάκος είναι μέλος της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ και βουλευτής Περιφέρειας Αττικής.

(Αυγή 22/8/2015)