Από την παρουσίαση της συλλογής διηγημάτων στην Αμφίκλεια.
Τη διοργάνωση έκανε η «Πρωτοβουλία Πολιτών Αμφίκλειας», στο βιβλιοπωλείο «Της γνώσης το Δαδί».
Για το βιβλίο μίλησαν η ποιήτρια Μαρία Σκουρολιάκου και η φιλόλογος – γυμνασιάρχης Ελένη Μπέσιου.
Αποσπάσματα διάβασαν οι εκπαιδευτικοί Ευγενία Πανουργιά και Ευσταθία Πολυζώη. Την εκδήλωση προλόγισε ο Δημήτρης Καλπύρης.
Εισήγηση της ποιήτριας Μαρίας Σκουρολιάκου
Καλησπέρα σας,
Χάρις στην όμορφη σκέψη και πρόταση της Πρωτοβουλίας πολιτών , έχουμε τη χαρά και την τιμή απόψε, να είναι κοντά μας, ο Πάνος Σκουρολιάκος, ένας δικός μας άνθρωπος, Δαδιώτης , που πολύ συχνά είναι μαζί μας , κυκλοφορεί στα σπίτια μας και μας χαρίζει το θεατρικό του ταλέντο , μέσα από διάφορους ρόλους .
Προσωπικά, αισθάνομαι πολύ ωραία με τη συγγένεια και το κοινό μας όνομα. Αφήστε δε, που όπου και να συστηθώ , ρωτούν, τον Πάνο τι τον έχεις; Έτσι χάριν σ΄εκείνον θυμούνται κι εμένα .
Ο Πάνος Σκουρολιάκος σήμερα μας εκπλήσσει, με μια άλλη του πλευρά, τη συγγραφική.
Με μια γραφή, που ξάφνιασε τους κριτικούς, στις μέχρι τώρα παρουσιάσεις που έγιναν στην Αθήνα και την Περιφέρεια, καθώς σπάνια γράφεται πια. Γραφή ανατρεπτική, που αποτυπώνει και φιλοσοφεί το ανθρώπινο δράμα και το άρρητο της οδύνης, με ιδιότυπο τρόπο . Που έχει ποιητική πυκνότητα, υπερβαίνει το χρόνο της δράσης, και ακροβατεί ανάμεσα στο όνειρο , τη μαγεία και την εσωτερικότητα. Παίρνει τον παλιό κόσμο και, δεν τον αφηγείται ,αλλά τον αναδημιουργεί. Το πραγματικό με το φανταστικό αλληλοσυμπληρώνονται και συμβαίνουν πράγματα , υπερβατικά, που όμως είναι παραδεκτά.
Θα ταξιδέψουμε λοιπόν στο βιβλίο « Ξύλινα , Χάλκινα , κρουστά», που περιέχει κείμενα, γραμμένα στη δεκαετία του ΄80 . Είναι η καταγραφή, ενός κόσμου της μεταπολεμικής εποχής του 60-70, που όμως, γίνεται υπαρκτό ενδεχόμενο στο δικό μας τώρα, πόσο μάλλον, όταν βιωματικές συνθήκες, προσεγγίζουν τους ανθρώπους του βιβλίου και ο χρόνος γίνεται παλίνδρομος, λες και βρίσκεται κανείς στην Αθήνα ή σε κάποια πονεμένη γωνιά της επαρχίας, στο χτες και στο σήμερα .
Η συμπύκνωση και η μικρή φόρμα έχουν ιδιαίτερη δύναμη που διατρέχει κάθε ιστορία. Χωρίς να κουράζει όπως γίνεται με τα μυθιστορήματα, φέρει ταυτόχρονα και ένα ποιητικό ρυθμό που υποβάλλει τον αναγνώστη και τον μαγεύει. Τον κάνει άμεσα κοινωνό, της ιδιαίτερης ματιάς, στα πράγματα και τους ανθρώπους αυτού το κόσμου, της πόλης ή της επαρχίας, που θέλει να μας περιγράψει.
Των ανθρώπων της μνήμης και της μοναξιάς με αδιέξοδα και πάθη, μέσα σε δωμάτια υγρά και μισοφωτισμένα , μέσα σε λαϊκούς χώρους των καφενείων , των λεωφορείων και των τραίνων, να ξετυλίγουν ήθη και εικόνες μιας εποχής γκρίζας, πικρής, χαρακτηριστικό τοπίο μιας μετατραυματικής κοινωνίας που ψάχνει να συνθέσει το κομματιασμένο της πρόσωπο .
Ανοίγουμε το βιβλίο με την «Ιερουσαλήμ». Πρώτη φράση « χωρίς αιδώ άρχισε να ετοιμάζεται όλο το ασκέρι για τη λαμπρή αναχώρηση». Καβαφικό στίγμα για την πρόκληση , την ασέβεια και τον κυνισμό των νικητών. Περιγράφει συγκλονιστικά το χαλασμό και ακούστε μια πολύ ιδιαίτερη φράση . « Και σηκώθηκε ένας αγέρας όλο κακία και χώμα».
Ξεδιπλώνει στη συνέχεια, με μοναδική ποιητική αφήγηση, τον κόσμο των ηττημένων και πώς συνοδοιπορούν η ζωή και ο θάνατος.
Να σπαράζουν, με μισά κορμιά πάνω στα ερείπια, με συναισθήματα ακραίας θλίψης και χαράς μαζί, όταν η ζωή με τη δύναμή της, στήνει χορό ακατάλυτα. « Το πρωί έπρεπε να κολλήσουν τα μέλη τους , να ξαναχτίσουν τα σπίτια , να ημερέψουν τους σκοπούς τους.
Μας αγγίζουν τούτες εδώ οι λέξεις, γιατί δεν υπάρχει εποχή, που να μη μαζεύουν τα κομμάτια τους, οι άνθρωποι αυτού του τόπου, ριγμένοι σε χαλασμούς , σε ξενιτιές, σε φτώχια και σε όνειρα γκρεμισμένα .
Παρακάτω , ένας εφημεριδοπώλης, γίνεται ποδηλάτης και δραπετεύει στο όνειρο, σ΄ένα απίστευτο συναπάντημα με παλιούς ήρωες, ποιητές , ληστές , σε χρόνο άχρονο, γιατί αληθινά όλα μπορούν και συμβαίνουν, ξανά και ξανά .
Τα «Αιματώματα» ιστορούν ανθρώπους γεμάτους βάσανο. Φιγούρες τραγικές , δοσμένες με εξαιρετική περιγραφή, να δείχνει πώς λοξεύει η ζωή από μια αιτία. Ένας καταλήγει στο ποτό , άλλος στο πρακτορείο, να περιμένει μάταια μια αγάπη, κι άλλος σε ένα καφέ-μπαρ ή σε κάτι αδελφότητες, των εν Αθήναις Δαδιωτών, ψιθυρίζοντας τραγούδια Πωγωνίσια ή Ποντιακά , που κλείνουν βαθιά τη λύπη και τον απολέμητο καημό .
Ματωμένες ζωές, που ανταμώνουν άλλοτε, σε μια κομπανία, και ταξιδεύουν πετώντας τον παλιό εαυτό τους σαλταρισμένοι και λεύτεροι , όπως ο προδομένος , ο πρόσφυγας , ο παπάς, που βρήκε φιλημένη τη γυναίκα του κι ένας αλλοτινός επαναστάτης.
Ο Ερμόλαος πάλι, με το ανεκπλήρωτο της αγάπης του για το νερό, κάνει τον κάμπο θάλασσα , ρίχνει τα ψάρια της γυάλας στη στέρνα του, κάνει την παράγκα πλοίο και η λύπη του γίνεται ευτυχία , γιατί μέσα του φύσησε παράξενος αγέρας κι έγιναν ένα , πραγματικότητα και όνειρο.
Στις «Μεταστάσεις», ένα εκπληκτικό οδοιπορικό, στα πικροσάββατα όπου μετανάστες , αιμορραγούν ομαδικά στις γειτονιές της Αθήνας και στην αμείλικτη νύχτα άνθρωποι κατάμονοι, σέρνονται σε υπόγεια , μπαρκάρουν μέχρι την Πειραιώς και το Φωταέριο σε νταλκάδες και χρωματιστές γυναίκες. Με τη μηχανή του χρόνου σε παλίρροια γραφή, αντιδιαστέλλει τους Έλληνες της ξενιτιάς «Εδώ είναι Αιγύπτιοι με ποδήλατα , Έλληνες στη Δυτική Γερμανία κι αυτοί» , και πως, ίδιοι είναι οι μετανάστες όλης της γης.
Στην Αγκούσα τα χαμένα οράματα , η παράδοση των όπλων , η πίκρα της ψυχής με το στίγμα αυτής της πράξης, για το τσαλάκωμα των αγωνιστών της Αριστεράς που ο νους τους σταμάτησε ακριβώς εκεί : μας κοροϊδέψατε δώστε το γκρά, το γκρα , δεν παραδίνω εγώ.
Πιο κάτω συνεχίζουμε την εξόρυξη αυτών, των κειμένων-διαμαντιών , όπου κάποιος, σαν ο «Πέτρος» της σταύρωσης , απαρνιέται τρεις, με το λάλημα του πετεινού, σημαίνοντας τη διαχρονικότητα της ανθρώπινης ενοχής , της μεταμέλειας , των δακρύων. Τις Ερινύες απ΄τις πανάρχαιες γραφές μέχρι τις μέρες μας .
Η «Άδεια πλατεία» , γυρίζει τη μνήμη στο χτες, με τον πεθαμένο πια Καραγκιόζη και την παράκληση, να έρθουν ξανά κλαρίνα, να παίξουν τραγούδια ζωντανά , να χορέψουν και να γεμίσει πάλι η άδεια καρδιά.
Στον Άξενο βράχο, μια παρέλαση, ένα ανθρώπινο καραβάνι , κομπανίες, απόμαχοι, γριές της Κοζάνης, της Ειδομένης, της Αμφίκλειας, , παλιά καράβια , ένας αντάρτης Όλα τούτα εις μνήμην…
Γυρίζεις, στα ίδια μέρη, που περάσανε οι πρόγονοι. Πέφτουν τα φύλλα και σε παίρνει ένα ποτάμι, καθώς πλήθος περνά, σ΄εκείνο το τραίνο το παλιό, που χάνεται μαζί τους, στα βουνά.
Ένα ποτάμι σε τυλίγει και σε φέρνει στο φωτεινό σπίτι, κι έζησες μια αγάπη χαλασμό . Κυκλώνουν τα παράπονα ,οι μοναξιές, και το ποτάμι, από τον Παρνασσό κινώντας, φτάνει στου Ατλαντικού τα κύματα , να φέρει τον λυγμό της ομορφιάς της . Έρχονται μουσικοί και παραγγέλνεις της αγάπης, μα αυτοί παίζουνε του θανάτου .
Οι πεθαμένοι , κάθε που αστράφτει μια κραυγή , χορεύουνε μες τα νερά του ποταμού, στο σύννεφο της Αχερουσίας, με όργανα και βαθιά τραγούδια .
Στο μπαρ, μες τη μέθη, φεύγει ο άνθρωπος από το χώρο , πετά μαζί μ΄αυτόν στο διάστημα, όταν ένας μάγος, φτιάχνει παραστάσεις , όπου περνούν μουσικές , χρώματα , ατζέντηδες και κιθαρωδοί , λόγια της μοίρας, που άλλους πεθαίνει , άλλους ευτυχεί κι άλλους μονάσει. Κι εκεί στην παραίσθηση, ένας άντρας και μια γυναίκα της νύχτας, χορεύουν το χορό της ζωής και του θάνατου . Εκεί, έξω απ΄τους τοίχους, περνάει ο Χριστός , ο Μπότσαρης , ο Μαρξ, ο Γκάντι, ο Κινγκ , τα κάλαντα της Θράκης .Κι συγγραφέας, αδειάζει το πλήθος το συνοθυλεμένο, γίνεται φως και μένει, μόνο η νύχτα και η γυναίκα.
Ένα στρατόπεδο, όπου «η Φρουρά» φεύγει απ΄τη σύνταξή της και κινά, για ιδιωτικές μάχες, νυχτερινές, στον ουρανό . Ύστερα επιστρέφουν οι στρατιώτες αθέατοι, ο καθένας με τις δικές του πληγές , μπαίνουν ξανά στην πύλη, κι όποιος τους δει, σαλτάρει ο νους του .
Στους «Βλάμηδες», παράταιροι, αλλόκοτοι περαστικοί, που αναστάτωναν τα χωριά, με παράξενα πράγματα, κι έκαμαν δέος και φόβο μαγείας, σαν ξωτικά άλλου καιρού. Και , φεύγοντας μετά το αχολόγημα, άφησαν μνήμες ξωτικές, που γίναν ξόρκι , μύθος παράταιρος στα στήθια των απλών μοναχικών ανθρώπων .
Ένας πίνακας δεν είναι η ζωή ; Που γίνεται θάλασσα , κόσμος με γέλια και όπλα, φρίκη κι αλλοκοτιά , κι αν κατεβείς απ΄το κάδρο, ζωγραφίζεις τις δικές σου επαναστάσεις , καις τα υπόλοιπα, και κρατάς ότι θες.
Οι ιστορίες του Πάνου Σκουρολιάκου είναι από εκείνες, που γεννάνε και φανερώνουν συναισθήματα – μονάδες μέτρησης της ύπαρξης. Επειδή, μέσα από τους βασανισμένους απόσαρκους και τη μοίρα τους, κρύβεται το γιατί κάθε μαχαιριάς . Κρύβεται ο εκτροχιασμός , καθώς σβαρνίζεται ο άνθρωπος , στους τέσσερες αγέρηδες άγριων καταστάσεων και καταχωνιασμένων καημών.
Αισθάνεται κανείς, σε αρκετά διηγήματα , σαν να βλέπει μια Γκουέρνικα, θα τολμήσω να πω , με την εξήγηση, ότι δίνονται, ζωγραφικά σχεδόν, οι έντονες στιγμές της έκρηξης, όσον αφορά το συμβολισμό της περιγραφής.
Το βλέμμα του Πάνου Σκουρολιάκου κάνει άλματα ανάμεσα σε χάσματα και περάσματα ακραία, και περνάει το σύνορο προς το αλλόκοτο και την τραγωδία.
Μας βάζει τόσο ζωντανά, μέσα στην πλοκή , στη μέθεξη, λες και είμαστε παρόντες , σε ότι ζουν οι ήρωες , που, έχει άρωμα από το χτες, καταγράφεται ακόμα και στα αντικείμενα αλλοτινής χρήσης ,εντούτοις νιώθουμε, ως να συμβαίνουν γύρω μας, μυστικά, και μας ταξιδεύουν, σαν θίασος του δρόμου, σ΄ένα παραμύθι νοσταλγικό και μιαν αλήθεια πικρή μαζί.
Μπαίνει βαθιά σε κάθε ρόλο , με το χάρισμα του ηθοποιού που είναι καταλυτικό. Φωτίζοντας τις σκοτεινές πλευρές, με το ανάλογο φως και τα επίπεδα χρονικότητας , αποκαλύπτει κόσμους αλλιώτικους, που βλέπουμε σαν εικόνα που κινείται, γύρω απ΄τις συμμετρικές και συμβατικές ζωές .
Ήρωες που μεταμορφώνονται μέσα από τα πάθη τους, προσπαθώντας να υπάρξουν. Μάρτυρες δια βίου, με ανεξόφλητα χρέη, κομμάτια της Ιστορίας του τόπου, όπου κυλάει το Δημοτικό τραγούδι , η ποίηση , το παράπονο , μουσικές και όργανα της παράδοσης.
Αυτά τα ομότροπα και συνάλληλα διηγήματα, τα ονόμασε νεανικές αμαρτίες ο Πάνος Σκουρολιάκος. Θα συμφωνήσω στη λέξη νεανικές ως προς το χρόνο δημιουργίας τους και ευτυχώς , γιατί γράφτηκαν με το πάθος του αυθορμητισμού και την αποκαλυπτική γνησιότητα του εσωτερικού κόσμου, που συγκρούεται, με την εξωτερική δράση , για την αληθή όψη των πραγμάτων . Η δε κρυπτική του γραφή δεν αποκαλύπτει τελικά το σημαινόμενο και μας αφήνει αίολους στη γοητία των εκδοχών . Αυτό κι αν είναι ποιητικό !
Το σημαντικό και βέβαιο , είναι, ότι σ΄αυτό το ταξίδι, στο βιβλίο «Ξύλινα, Χάλκινα , Κρουστά» , ο καθένας, θα βρεί ένα κομμάτι στην άκρη της ψυχής του, που θα είναι εκεί, βαθιά στις σελίδες και η μαγική αφήγηση του λόγου, θα ανοίξει ένα παράθυρο, απ΄όπου θα απαντήσει, γιατί οι άνθρωποι φεύγουν από τα όρια , γιατί πονούν , γιατί φτιάχνουν έναν άλλο κόσμο, να χωρέσουν το ανεκπλήρωτο , που αφήνει, μια Άδεια πλατεία ή κάποια Αγκούσα της ζωής .
Πάνο σ΄ευχαριστούμε για τα μαγικά ταξίδια και , να μας χαρίσεις κι άλλες τέτοιες αποδράσεις, στα βαθιά νερά του ονείρου, για να ισορροπούμε το αλλόκοτο της πραγματικότητας που βιώνουμε γύρω μας .
Εισήγηση της κ. Ελένης Μπέσιου