Ερχεται και ξανάρχεται στην επικαιρότητα η συζήτηση γύρω από το θέατρο στην περιφέρεια. Έχει πολλάκις υποστηριχθεί πως το εμβληματικό εγχείρημα της Μελίνας με τα ΔΗΠΕΘΕ ολοκλήρωσε πια τον κύκλο του και το θέατρο που δραστηριοποιείται στην ελληνική περιφέρεια έχει ανάγκη να περάσει σε μια επόμενη φάση.
Από τα δεκαέξι ΔΗΠΕΘΕ που υπήρχαν είναι ζήτημα αν τέσσερα ή πέντε έχουν κάποια παρουσία. Η αλήθεια είναι πως ένα τέτοιο θέατρο, για να έχει μια αξιοπρεπή παρουσία, χρειάζεται γύρω στο ένα εκατομμύριο ευρώ ετησίως. Αυτονόητο είναι πως το συνολικό ποσόν δεν μπορεί να καλυφθεί ούτε από τις εισπράξεις ούτε από το δημόσιο ταμείο.
Το σχέδιο της Μελίνας είχε ως πρότυπο τον σχετικό σχεδιασμό που είχε εφαρμοστεί στη Γαλλία. Εκεί έχουμε αποκεντρωμένο θέατρο για πρώτη φορά στο πλαίσιο της Παρισινής Κομμούνας. Οι βασικοί πυλώνες χρηματοδότησης ήταν το κράτος, ύστερα από μία μορφή αξιοκρατικής αξιολόγησης.
Έτσι, σταδιακά, δημιουργήθηκαν 36 μεγάλα θέατρα στις Περιφέρειες και περί τα 2.000 μικρότερα, τοπικού χαρακτήρα. Τα θέατρα αυτά, την πρώτη περίοδό τους, έδωσαν έργο υψηλού καλλιτεχνικού επιπέδου. Όμως, με το πέρασμα του χρόνου, το κράτος, και εκεί, έκανε τις παρεμβάσεις του με αποτέλεσμα να δημιουργούνται στρεβλώσεις και να επιβάλλεται ένα μισθοφορικό πολιτικό προσωπικό.
Εδώ εφαρμόστηκε περίπου το ίδιο σχέδιο. Κάτι τέτοιο εξασφάλισε κάποια θετικά σημεία, αλίμονο όμως, συμπεριέλαβε και αθάνατες ελληνικές παθογένειες.
Η πιο σημαντική από αυτές είναι η διοίκησή του. Απόλυτος άρχων του ΔΗΠΕΘΕ εδώ, σύμφωνα με τον νόμο του 1983, είναι ο δήμαρχος. Αυτός διορίζει και το Διοικητικό Συμβούλιο, του οποίου την πλειοψηφία ελέγχει ο ίδιος. Οι πολίτες που απαρτίζουν αυτό το Δ.Σ., καλής προθέσεως οι περισσότεροι, δεν αποφεύγουν τον πειρασμό να παρεμβαίνουν σε θέματα που δεν γνωρίζουν και ακόμα να τακτοποιούν τις μικροπολιτικές τους υποθέσεις.
Το πρόβλημα γίνεται ακόμα μεγαλύτερο όταν ο δήμαρχος -καλόπιστα, δεν διαφωνώ- έχει άποψη για το ρεπερτόριο, τους καλλιτέχνες, την εν γένει αισθητική πορεία του θεάτρου.
Η κατάργηση αυτών των θεάτρων επ’ ουδενί είναι λύση. Το αντίθετο. Πρέπει το θέατρο στην περιφέρεια να αλλάξει πίστα. Ανάγκη είναι να εκπονηθεί ένα νέο σχέδιο, το οποίο θα αξιοποιεί τον πλούτο που έχει συσσωρευτεί μέχρι σήμερα σε αυτά τα θέατρα, και να διοχετευθεί μέσα από έναν νέο θεσμό σε όλη τη χώρα.
Θα μπορούσαν λοιπόν να συνενωθούν κάποια ΔΗΠΕΘΕ που βρίσκονται στην ίδια γεωγραφική ενότητα ή έχουν επαφή παρότι δεν πληρούν τα γεωγραφικά προαπαιτούμενα. Στην κεντρική Ελλάδα δραστηριοποιούνται τρία θέατρα. Σε Λάρισα, Βόλο, Λαμία. Κάλλιστα θα μπορούσαν να αποτελέσουν μία ενότητα. Άλλη μία θα μπορούσε π.χ. να αφορά τα θέατρα εκείνα των οποίων η θέση βρίσκεται στον άξονα της Εγνατίας Οδού.
Θα δραστηριοποιούνται λοιπόν αυτά τέσσερα έως έξι θέατρα σε σκηνές μιας ευρύτερης περιοχής με μεγαλύτερο ρεπερτόριο και παράλληλες δραστηριότητες. Θεατρικά εργαστήρια, φεστιβάλ, έρευνα, συμπαραγωγές είναι λίγα μόνον από αυτά που περιμένουν οι πολίτες της περιφέρειας από το θέατρο.
Προφανώς θα πρέπει να υπάρξει μια ξεχωριστή σύμβαση για τους ηθοποιούς και άλλους δημιουργούς που θα συνεργάζονται με αυτά τα νέα περιφερειακά θέατρα. Οι ηθοποιοί που θα καλούνται να κινούνται και εργαστούν σε μια μεγάλη περιφέρεια χρειάζονται και την αντίστοιχη αμοιβή.
Για να λειτουργήσουν όμως αυτά τα θέατρα απαιτείται η επιχορήγηση όχι μόνον του οικείου δήμου και του υπουργείου, αλλά και η συνδρομή ενός ευρύτερου φάσματος δομών. Εδώ θα πρέπει να αναλάβουν ένα μέρος της χρηματοδότησης οι Περιφέρειες, οι υπόλοιποι δήμοι της περιοχής στην οποία δρουν αυτά τα θέατρα, και ακόμα να ενθαρρυνθούν να τα ενισχύσουν οικονομικά επιμελητήρια και ιδιώτες – χορηγοί.
Λογικό είναι όμως ότι αυτή η συνένωση θα εξασφαλίσει οικονομία κλίμακας, λιγότερο δηλαδή κόστος λειτουργίας, ως αποτέλεσμα της αύξησης της παραγωγής.
Η σημερινή κυβέρνηση κρατά τα ΔΗΠΕΘΕ σε ένα επίπεδο ώστε απλώς να αναπνέουν. Και όχι όλα. Ο φορολογούμενος πολίτης δεν εισπράττει το μέρος που πληρώνει στην εφορία για τον πολιτισμό.
Για ένα νέο, οραματικό σχέδιο, η χώρα και το θέατρο στην περιφέρεια έχουν ανάγκη από μια άλλη κυβέρνηση, προοδευτική, με ουσιαστικό ενδιαφέρον για τον πολιτισμό ως αγαθό κοινωνικό που αφορά όλους μας.
Πηγή: Η Αυγή