23.10.2013
Του Γιώργου Μαρκόπουλου
Τριανταπέντε χρόνια κάνει πρεμιέρες στο θέατρο ο Πάνος Σκουρολιάκος, προχθές το βράδυ στη Στοά του Βιβλίου ήταν και η παρθενική του στο βιβλίο. Ήταν μια ξεχωριστή πρεμιέρα, με τα “Ξύλινα Χάλκινα Κρουστά” στον πρωταγωνιστικό ρόλο, με τους αγαπημένους φίλους του, τον ποιητή Γιώργο Μαρκόπουλο, τον κριτικό λογοτεχνίας Αλέξανδρο Ζήρα και τον συγγραφέα Ανδρέα Μήτσου που σύστησαν τη συγκεντρωτική συλλογή διηγημάτων του (εκδόσεις του Αυγούστου), αποκωδικοποιώντας τα πρόσωπα, τις ανάσες και την ποιητική των κειμένων, αλλά και την ηθοποιό και βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Μαρία Κανελλοπούλου και τον ομότεχνό της Δημήτρη Καταλειφό που σύστησαν με τρόπο εξαιρετικό, αποσπάσματα του βιβλίου. Πρόκληση και πρόσκληση ανάγνωσης ενός ξεχωριστού βιβλίου, γραμμένου από έναν ξεχωριστό και πολυσχιδή καλλιτέχνη και δραστήριο πολίτη. Με το κείμενο που ακολουθεί, ο ποιητής Γιώργος Μαρκόπουλος αποτύπωσε προχθές το λογοτεχνικό στίγμα του βιβλίου και δι’ αυτού μια ακόμα δημιουργική πτυχή του συγγραφέα του.
Αισθάνομαι βαθυτάτη την ανάγκη να σας πληροφορήσω ότι είμαι όσο δεν γίνεται άλλο συγκινημένος που βρίσκομαι και εγώ απόψε μαζί σας, στην παρουσίαση του βιβλίου του Πάνου Σκουρολιάκου, καθ’ ότι με τον Πάνο με συνδέει από την εφηβεία μας ήδη αταλάντευτη αδελφική φιλία, η οποία στη συνέχεια εξελίχθηκε και σε δυνατή οικογενειακή με τους γονείς και τα αδέλφια μας. Αδελφική φιλία, λοιπόν, και όχι μόνο. Και λέω “όχι μόνο”, διότι κοινές υπήρξαν και οι αναζητήσεις μας, τόσο οι πολιτικές όσο και οι λογοτεχνικές και πνευματικές. Τα κείμενά μας μάλιστα τα γράφαμε και ύστερα τα διαβάζαμε ο ένας στον άλλον, κάνοντας τις παρατηρήσεις μας σε ένα παγκάκι της πλατείας Βικτωρίας, καθότι εγώ έμενα -και μένω- στην περιοχή αυτή, ενώ ο Πάνος ήταν φοιτητής στην ένδοξη τότε, και στις σπουδές και στο φοιτητικό κίνημα, Ανωτάτη Εμπορική.
Ας περάσουμε όμως στο βιβλίο. Ο Πάνος Σκουρολιάκος ανήκει στην κατηγορία εκείνη των πεζογράφων που, ταυτοχρόνως με ό,τι άλλο, αγγίζει όλο και περισσότερο, όλο και πιο διακριτικά, στα γραπτά του, την ποιητική ουσία των πραγμάτων -και αυτό προσωπικά το βρίσκω σπουδαίο και δώρο της φύσης μεγάλο. Διαβάζοντας μάλιστα το βιβλίο και πάλι, στάθηκα σε μερικά τμήματα που πολύ θα τα ζήλευε ο κάθε ιδιαιτέρας καλαισθησίας δημιουργός. Και τούτο γιατί ο Σκουρολιάκος είναι συγγραφέας με πλούσιες μέσα του πηγές, πραγματικά κοιτάσματα, με ένστικτο και με μια γραφή μέσα από την οποία εκπορεύεται η φαντασία, η ευρηματικότητα, η καλλιέπεια και η δύναμη των βιωμάτων. Βιωμάτων “καρδιάς πανηγυριώτισσας”, δοσμένα με έξοχη και με ακρίβεια γραμμαρίου ζυγισμένη συναισθηματική φόρτιση, γεμάτη αγρύπνια ταραγμένη και φυγή “αλαφροΐσκιωτων”. Διαρκής φυγή, “καταραμένη” και αθόρυβη, μέσα από την οποία ο γράφων με μια δήθεν “αφελή” αφηγηματικότητα προσπαθεί να παραστήσει τον αμέτοχο, αλλά πολύ εύκολα κανείς παρατηρεί την καλά κρυμμένη επώδυνη συμμετοχή του, φορτωμένη πολύχρωμες μνήμες, ένα ακατανίκητο φως κάτω από τη δύσκολη μοίρα των ηρώων, μια τραγική ζωντάνια κάτω από το φωτοστέφανο της αθωότητάς τους και έναν απεριόριστο ερωτισμό κάτω από τις κοινωνικές αναστολές τους.
Ο Πάνος Σκουρολιάκος βρίσκει έναν δρόμο και έναν τρόπο εδώ πολύ στέρεο και πολύ προσωπικό. Στις σελίδες του “κυκλοφορεί κόσμος” για τους μη μυημένους περίεργος. Κυκλοφορούν άνθρωποι ονειρικοί που ίπτανται συνήθως, απαρνούμενοι το ειδικόν βάρος του σώματός τους, χάνονται. Κινούνται άνθρωποι αρχέγονοι. Κινείται ένας θίασος αγνώστων στην αρχή μεταξύ τους, αλλά που τους ενώνει στη συνέχεια το μεγάλο φορτίο της μοναξιάς και της κοινής λύπης τους μέσα στον κόσμο ετούτο. Κινούνται νομάδες που ταξιδεύουν αδιάκοπα, αέναα, άηχα, στον μελαγχολικό ουρανό. Κινούνται “εξόριστοι” όπου όλοι μαζί ενωμένοι πάνε να συναντήσουν την πικρή χαρά τους, πάνε να αποτινάξουν την τραγική τύχη τους αλλού, μακριά, πέρα από τα τείχη που τους ύψωσε εδώ κάτω αυτό το αμείλικτο σύστημα με τις βάρβαρες ταξικές φυλακές του. Κινείται λανθανόντως ένα πλήθος αλλόκοτων που αγγίζουν την υπέρβαση. Μεταστάσεις και αντιδράσεις της σκοτεινής πλευράς του ανθρώπου. Όλα με μια παραστατικότητα μοναδική, με μια γλώσσα αβίαστη, αρχιτεκτονημένη μέσα στο πλαίσιο της γνώσης, της μαστοριάς και της συμμετρίας, με μια γλώσσα απρόσκοπτη, ρέουσα. Κυκλοφορεί μια πραγματικότητα που δεν “έφυγε”, αλλά απωθήθηκε, αποσιωπήθηκε, εξεδιώχθη βεβιασμένα, που δεν “χάθηκε” αλλά συγκαλύφθηκε από τα σύγχρονα “κατορθώματα” της παράλογης όσο και παρανοϊκής προσπάθειας της κακής εξ-αστικοποίησής μας και που όμως στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια ψυχή ξεκομμένη, ατακτοποίητη, που έχει δικαστεί από την ίδια της την τραγική δίψα για ζωή, στο τέλος, ασφυκτιώντας, να αυτοκαταστρέφεται. Άλλωστε και “Αγκούσα”, κατά το λεξικό, δυσκολία αναπνοής -σημαίνει- δυσφορία λόγω ανεπάρκειας αέρα, δύσπνοια, πνιγμονή, αγκομαχητό, κόμπος, ασφυξία, στενοχώρια, πλάκωμα, εφιάλτης, σεβντάς. Σεβντάς, επισημαίνω, και όχι μεράκι. Διότι ο μερακλής είναι σχεδόν πάντοτε πλημμυρισμένος στην καλή διάθεση και στο κέφι, ενώ τον σεβνταλή τον διαποτίζουν διαβρωτικά εικόνες βαριά συννεφιασμένες συνήθως, σαν να είναι έτοιμες να φέρουν βροχή τρομερή, ραγδαία βροχή, πυκνή στα βουνά και λεπτή στους κάμπους και τις πεδιάδες, κοσκινισμένη μέσα στο κάνιστρο της θλίψης. Αυτής της θλίψης που στεριώνει και στοιχειώνει αβάσταχτα μέσα μας άδειες και μόνον “άδειες πλατείες”.
Ως εκ τούτου, στοιχεία αρχετυπικά, τεκταινόμενα, συνήθειες και αντικείμενα χρήσεων αλλοτινών, δίνουν μια διάσταση σπάνιας μαγείας στα κείμενα του βιβλίου. Στα κείμενα αυτά που τα εξαγνίζει η αγιότητα των ηρώων του. Στα κείμενα αυτά που αχνολάμπουν σαν μακρινά χωριά της νεότητάς μας ή σαν τα όνειρα γι’ αυτό που θέλαμε κάποτε να γίνουμε και δεν γίναμε. Στα κείμενα αυτά που μοιάζουν με παιδάκια και όλα μαζί σαν ένα παιδάκι που, χωρίς να το έχει καταλάβει, ενώ προχωράει παίζοντας τη φυσαρμόνικά του αμέριμνο, από την πίσω τσέπη του παντελονιού του πέφτουν στον δρόμο αστέρια. Στα κείμενα αυτά που μοιάζουν σαν ιστορίες που τις θυμάσαι έχοντάς τις διαβάσει χρόνια πολλά και ξάφνου, μέσα στη μέθεξή σου, θυμάσαι, συνειδητοποιείς κάτι που το είχες ξεχάσει: το ότι δηλαδή στη διαδραμάτισή τους συμμετείχες ως συμπρωταγωνιστής και εσύ.
Όλα αιωρούνται και εξαϋλώνονται ανεπαισθήτως στο βιβλίο του Σκουρολιάκου. Αιωρούνται και εξαϋλώνονται προσφέροντάς μας τελικά μια λυτρωτική πανδαισία, μια νικητήρια φωτογένεια των ταπεινών, μια απογείωση, ένα μύρο κάποτε γνώριμο, λεπτό, όπως όταν ανοίγουμε σεντούκια με ρούχα – θυμητάρια ανθρώπων δικών μας, που χρόνια τώρα πια έχουν φύγει από κοντά μας. Και όλα αυτά μέσα από έναν καταιγισμό εικόνων ουράνιας καταγωγής, μέσα από έναν λόγο πέρα ώς πέρα ερωτικό, διότι απέραντα ερωτικός με ολόκληρη και όχι τη μονόπλευρη έννοια του όρου είναι ο συγγραφέας αυτός, αλλά και μέσα από μουσικές μακρόσυρτες, μαυροφορεμένες, από διάφορα μέρη μακρινά η κάθε μια, τις οποίες όμως ενώνει το κοινό ψιλόλιγνο κλάμα τους και το μονήρες παράπονό τους. Το παράπονο εκείνο που χάρισε τη μαγιά στον Σκουρολιάκο για να μας προσφέρει όλα αυτά τα κείμενα, τα αμόλυντα, τα υπέροχα, τα εξαιρετικά.