ΣΤΗΝ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΟΜΟΡΦΩΝ ΑΛΟΓΩΝ

        

Γράφει ο Πάνος Σκουρολιάκος*

 

«Η χώρα των όμορφων αλόγων». Αυτό είναι το όνομα που  έδωσαν οι Πέρσες στην Καππαδοκία. «Κατπατούκα» την έλεγαν. Πριν από τους Πέρσες όμως, την μνημονεύει ο Ηρόδοτος, μιας και οι πρώτοι κάτοικοι, εγκαταστάθηκαν εκεί περί το 1600 π.χ.  ήταν οι Χεταίοι με πρωτεύουσα τη Χατούσα. Πολλοί λαοί και πλήθος πολέμων στη συνέχεια, έφερε σε αντιπαράθεση Σκύθες, Μήδους, Πέρσες, τους Μακεδόνες του Μεγάλου Αλεξάνδρου,  τους επίγονους της Ελληνιστικής εποχής, και  Ρωμαίους, έως τον 1ο μ.χ. αιώνα . Ατή την εποχή,  το ελληνικό στοιχείο είναι ακμαίο  (ακόμα και εβραϊκές κοινότητες μιλούν και γράφουν ελληνικά), ο χριστιανισμός εξαπλώνεται και η πόλη της Καισαρείας, αναδεικνύεται  σε κορυφαίο  κέντρο  παιδείας και φιλολογίας.  Με την επικράτηση των Σελτζούκων Τούρκων περί τον 11ο αι., οι χριστιανικοί πληθυσμοί  μετακινούνται προς την Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη, την Αλεξάνδρεια και την Αμισό. Οι  Ρωμιοί  που έμειναν ήσαν λίγοι σε σχέση με τους τουρκικούς πληθυσμούς.  Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την τεράστια απόσταση από τα κέντρα του Ελληνισμού μέσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία, συνετέλεσε ώστε να κρατήσουν οι Ρωμιοί Καππαδόκες   τη θρησκεία τους, να χάσουν όμως την γλώσσα τους. Μιλούσαν πια  είτε αποκλειστικά τουρκικά, ή χρησιμοποιούσαν ένα καππαδοκικό ιδίωμα με ελληνικές λέξεις, ενσωματωμένες στον κορμό της τούρκικης γλώσσας που χρησιμοποιούσαν.  Έτσι ενώ στην Σμύρνη ή την Πόλη έως και τις αρχές του 20ου αι. υπήρχαν Ρωμιοί που δεν έμαθαν ποτέ και δεν χρειάσθηκε ποτέ να χρησιμοποιήσουν τα τουρκικά μιας και οι σχέσεις τους και οι ανάγκες τους εκαλύπτοντο  στα πλαίσια της ρωμαίικης κοινότητας, στην Καππαδοκία συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Το μικρό πλήθος των Ρωμιών μέσα σε μια θάλασσα τουρκικού πληθυσμού, τους ανάγκασε να ξεχάσουν την μητρική γλώσσα και να υιοθετήσουν εκείνη του κατακτητή.

Οι  Καππαδόκες που  άφησαν τις πατρογονικές εστίες  το 1922, ερχόμενοι στην Ελλάδα  δημιούργησαν νέες εστίες στις οποίες έδωσαν τα ονόματα των πόλεων και των χωριών της παλιάς και αλησμόνητης πατρίδας.

Τα τελευταία χρόνια, ο Οικουμενικός Πατριάρχης κκ Βαρθολομαίος  ταξιδεύει στην Καππαδοκία και λειτουργεί ναούς ερειπωμένους, μετά από 90 χρόνια. Ναοί που είχαν γίνει αποθήκες, γυμναστήρια,  φυλακές,  στάβλοι.  Να όμως που η τεράστια τουριστική έκρηξη της Καππαδοκίας , άλλαξε την κατάσταση. Κάθε χρόνο έξι εκατομμύρια τουρίστες την επισκέπτονται για να θαυμάσουν τους υπέροχους γεωλογικούς σχηματισμούς, όπου υπάρχουν εκκλησίες, σπίτια και ασκηταριά λαξευμένα στον μαλακό ψαμμόλιθο που άφησαν πίσω τους ηφαιστειακές δραστηριότητες αιώνων. Σε αυτή την κατεύθυνση, το Υπουργείο Πολιτισμού της Τουρκίας αναστηλώνει ναούς  ώστε να καλύψει τις ανάγκες της τουριστικής αγοράς.

Σε ένα τέτοιο προσκυνηματικό ταξίδι, βρέθηκα στην Καππαδοκία εκπροσωπώντας την Βουλή των Ελλήνων. Ονόματα πόλεων και χωριών  γνωστά. Μείναμε στο Προκόπι. Οι παλιοί του κάτοικοι έχτισαν ένα άλλο Προκόπι στην Εύβοια. Περάσαμε το Nev Sehir. Είναι η Νεάπολη που ακμάζει πια  ως δήμος στην Θεσσαλονίκη. Η Σινασός, η Νίγδη, η Αξός, και βέβαια η Καισάρεια.

Στον Ιερό Ναό Μεταμορφώσεως Σωτήρος Γούρδωνος (Hamamli)  Νίγδης,  τελέσθηκε Εσπερινός. Περί τους διακόσους Καππαδόκες  ταξιδιώτες γι αυτόν τον σκοπό από την Ελλάδα περίμεναν τον Πατριάρχη.  Μαζί τους  και ο Καϊμακάμης (Έπαρχος) του χωριού. Αλλά και κάτοικοι με τα παιδιά τους που κοίταζαν  απορημένοι. Μπήκαν μαζί στην εκκλησία και παρακολούθησαν τη λειτουργία. Τέσσερεις μαυρισμένοι τοίχοι με στοιχεία στην  αρχιτεκτονική του υποδήλωναν  έναν λαμπρό πάλαι  ποτέ ναό. Για πατριαρχικός θρόνος  χρησιμοποιήθηκε μια πλαστική άσπρη καρέκλα. Την πρόσφερε ο Πατριάρχης όμως, για να καθίσει με το βρέφος που κρατούσε στην αγκαλιά της μια μουσουλμάνα κάτοικος του χωριού, που παρακολουθούσε, απορημένη  την λειτουργία.

Επιστρέφοντας στο Προκόπι μετά τον εσπερινό, με δύο φίλους, περάσαμε από το χωριό Μιστί, όπου αναστηλώνεται ο δισυπόστατος  Ναός των  Αγίων  Βασιλείου και Βλασίου. Ήταν αργά το βράδυ. Από το σπιτάκι του εργοταξίου, ακούγοντάς μας  ήρθε προς το μέρος μας ένας εργάτης. Μας είπε πως τον έλεγαν Μαχμούτ. Και ακόμα ότι κατάγεται από τον Πόντο.  Συνεννοηθήκαμε με δύο  τρείς  φράσεις που γνωρίζαμε στα ποντιακά.  Του εξηγούσαμε τι ήταν αυτό το κτίσμα. Που ήταν οι εικόνες, τα στασίδια… εδώ δυσκολευτήκαμε. Ο φίλος μας όμως, ανέσυρε τη λέξη από την μνήμη των προγόνων του. «Α!, σκαμνία» μας είπε, σε άπταιστα ποντιακά. «Ρούμτζα»  αποκαλούν την ποντιακή διάλεκτο  οι μουσουλμάνοι Πόντιοι.

Την άλλη μέρα το πρωί παρακολουθήσαμε την λειτουργία στον Ναό της Θεοτόκου στο χωριό Ανακού ( Kaymakli). Παρόντες ακόμα περισσότεροι Καππαδόκες, ο έλληνας Πρέσβης  στην Άγκυρα και ο Πρόξενος στην Κωνσταντινούπολη. Στο Δημοτικό κατάστημα προσφέρθηκε γλυκό και κρύο νερό.

Την ώρα της επιστροφής, αφήνοντας τις απέραντες εκτάσεις της Καππαδοκίας με τις πλούσιες καλλιέργειες, το μοναδικό ανάγλυφο του εδάφους της και την σπουδαία  ιστορία της, αναλογιζόμουν τις ατέλειωτες στρατιές λαών, ενόπλων, φιλοσόφων, διανοουμένων, ιερέων διαφορετικών θρησκειών  και πλήθους άλλων που ανακατεύτηκαν με τα χώματά της, την διεκδίκησαν, την κατέκτησαν ή την εγκατέλειψαν για άλλους τόπους. Όλοι αυτοί την  αγαπούν. Το είδα στο βλέμμα και την συγκίνηση των απογόνων όλων εκείνων των διωγμένων κατά το 1922 πού ήρθαν στο χωριό του πατέρα και του παππού. Που έρχονται συχνά και αναζητούν από μαρτυρίες και πρόχειρα σχεδιάσματα το πατρογονικό σπίτι. Η Καππαδοκία είναι εκεί για όλους. Και τα βράδια, κοιτάζοντας τα περίτεχνα γλυπτά της γης της είναι σαν να παρελαύνουν οι Χετταίοι  αρχαίοι κάτοικοί της μαζί με τους Πέρσες, τον Μεγαλέξανδρο,  τους Ρωμαίους και Σελτζούκους, ταπεινούς  βοσκούς και ζάπλουτους εμπόρους.

Όταν οι εθνικισμοί υποχωρούν (έστω και για λόγους… τουριστικής ανάπτυξης), βρίσκει τρόπο να ανάβει ένα καντήλι έστω, ανθρώπινης συνεννόησης και ειρηνικής συνύπαρξης.

* Ο Πάνος Σκουρολιάκος είναι μέλλος της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ και βουλευτής της Περιφέρειας Αττικής.