ΛΟΥΚΑΣ: Είσαι βέβαιος Σόλων ότι εδώ είναι στάση λεωφορείου;
ΣΟΛΩΝ: Εσύ δεν είπες ότι ξέρω μια στάση λεωφορείου; Και ήρθαμε.
ΛΟΥΚΑΣ: Ξέρω πως υπάρχει μια ταμπέλα σου είπα, και ήρθαμε. Αν είναι στάση ή δεν είναι, δεν ξέρω…
Είναι οι πρώτες ατάκες που ανταλλάσουν οι ήρωες του Κώστα Μουρσελά στην «Στάση Λεωφορείου», ενός από τα πιο ωραία μονόπρακτα της εμβληματικής τηλεοπτικής σειράς του «Εκείνος κι Εκείνος». Η θεατρική μεταφορά του έγινε το καλοκαίρι του 2011, και είχα τη χαρά να παίζω τον «Λουκά».
Σε ένα τοπίο σεληνιακό, μπροστά σε μια ξεθωριασμένη στάση λεωφορείου οι δύο ξένοιαστοι άστεγοι και απόκληροι της καταναλωτικής (πάλαι ποτέ) κοινωνίας, αναρωτιούνται αν στη μοίρα τους είναι να περάσει κάποιο λεωφορείο και να τους πάρει για αλλού. Που; Οπουδήποτε μακριά από τους σκουπιδότοπους που ζουν. Από τα παγκάκια των πάρκων που περνούν τις νύχτες τους και τους κάδους απορριμμάτων όπου αναζητούν την τροφή τους. Ακραίες καταστάσεις για εκείνη την εποχή. Για την ακρίβεια, ακραίες καταστάσεις για την εποχή πριν το 2010, όταν με φόντο τη θάλασσα και τα όμορφα σπίτια του Καστελόριζου, μας ανακοινώθηκε το νέο «ντεκόρ» στο οποίο θα ζούμε πλέον.
Διεκδικούν στο καλύτερο λοιπόν γιατί όπως λέει πιο κάτω ο Λουκάς : « Μπορεί να μην έχω να φάω, μπορεί να είμαι ο δυστυχέστερος των δυστυχών, αλλά Σόλων… υπήρξα αξιοπρεπής, με ψηλά το κεφάλι, τίμιος…».
Να όμως που αυτοί οι δύο ρακένδυτοι τύποι, δεν είναι οι μόνοι που αναζητούν το όχημα που θα τους βγάλει από την κόλασή τους. Στην παρέα έρχεται να προστεθεί και μια όμορφη νέα κοπέλα. Τους ρωτά αν είναι πράγματι εδώ στάση. Όμως οι φίλοι μας δεν ξέρουν. Περιμένουν. Η κοπέλα δεν περιμένει απλώς. Ελπίζει, θέλει, πιστεύει πως θα δραπετεύσει από αυτόν τον κρανίου τόπο. Η απαισιοδοξία του Λουκά και του Σόλωνα ενισχύονται:
ΛΟΥΚΑΣ: Έχω την υποψία πως μέχρι τώρα, διαβάζαμε από την ανάποδη πλευρά την ταμπέλα.
ΣΟΛΩΝ; Αδύνατον μην λες ανοησίες.
ΛΟΥΚΑΣ: Είμαι βέβαιος Σόλων, αυτό το ξέρουν όλοι.
ΣΟΛΩΝ: Ποιο Λουκά;
ΛΟΥΚΑΣ: Ότι η ανάποδη πλευρά έχει και την καλή της!
ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ: Λέτε να μην ήταν στάση εδώ;
ΣΟΛΩΝ: Μα τι λέτε; Αδύνατον.
Τότε αποκαλύπτεται πως η άλλη πλευρά της ταμπέλας γράφει: ΕΣΩΡΟΥΧΑ ΜΠΕΜΠΕ.
Καταρρέουν. Είναι σίγουροι πια ότι δεν υπάρχει ελπίδα. Θα μείνουν για πάντα στην πίσω αυλή της κοινωνίας. Και οι αποτυχημένοι μεσήλικες και η νέα γυναίκα. Η γενιά που καίγεται να ζήσει δηλαδή, να δημιουργήσει, να πει την δική της κουβέντα για τον κόσμο.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ακούγεται από μακριά η μηχανή ενός λεωφορείου. Οι προβολείς του πλησιάζουν. Ναι! Το θαύμα έγινε. Η στάση είναι αληθινή. Το λεωφορείο ήρθε. Μπορούν να φύγουν. Μπορούν να αλλάξουν τη μοίρα τους να ζήσουν καλύτερα σε έναν διαφορετικό κόσμο. Έναν κόσμο τον οποίο θα έχουν φτιάξει κι αυτοί, μαζί με τους άλλους επιβάτες αυτού του μαγικού «λεωφορείου της ζωής». Η κοπέλα χαρούμενη, ενθουσιασμένη επιβιβάζεται. Τους καλεί. Ο Λουκάς ανταποκρίνεται. Ο Σόλων όμως διστάζει. Φοβάται. Αρνείται. Δεν ανεβαίνει. Μένει πίσω. Ο επιστήθιος φίλος του γυρίζει. Δεν τον εγκαταλείπει.
Το λεωφορείο φεύγει και ο Σόλων με τον Λουκά μένουν . Στο οικόπεδο με τα σκουπίδια, τα άχρηστα λάστιχα αυτοκινήτων, πίσω ακριβώς από έναν μεγάλο φωτεινό αυτοκινητόδρομο που σφύζει από ζωή.
Την εποχή που ο σπουδαίος συγγραφέας Κώστας Μουρσελάς έγραφε το έργο, εν μέσω δικτατορίας, θα μπορούσε να εκληφθεί η δραπέτευση στο λεωφορείο ως βόλεμα. Ως ενσωμάτωση στο σύστημα, ως συμβιβασμός. Σήμερα, επιτρέψτε μου, να «διαβάσω» την επιβίβαση σε αυτό, ως την μόνη διέξοδο. Την μόνη ευκαιρία να σταματήσουμε τον κατήφορο της πατρίδας και να σχεδιάσουμε την ανόρθωση της κοινωνίας. Είναι ανηφορικός ο δρόμος. Όμως το λεωφορείο μας θα τα καταφέρει, και γι αυτό θα φροντίσουμε εμείς. Ο Λουκάς και ο Σόλων έμειναν πίσω. Εμείς πρέπει να πάμε μπροστά.
Την Κυριακή 25 Μαΐου του 2014, όλοι με τα «καλά μας», ραντεβού στη στάση λοιπόν. Το λεωφορείο θα περάσει, και μας χωράει όλους!
Δημοσιεύθηκε στην ΑΥΓΗ στις 23/5/2014