Ο ΡΟΥΤΖΑΝΤΕ ΣΕ ΕΝΑ ΠΟΜΑΚΟΧΩΡΙ

 

 

     

      

 

Δεν  είναι εύκολο πράγμα η συνύπαρξη διαφορετικών κοινοτήτων σε ένα κράτος. Η Κύπρος το γνωρίζει καλά. Στην Ελλάδα  το θέμα της μουσουλμανικής μειονότητας είναι  συνεχώς  επίκαιρο και επαναφέρει πάντα  τις ευθύνες των κυβερνήσεων  για την απουσία συγκροτημένης και μακράς πνοής πολιτικής  όσον αφορά  την ζωή, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συμπολιτών μας μουσουλμάνων είτε είναι Πομάκοι, είτε Τουρκογενείς είτε Ρομά.

Από τη μεριά του ενεργού πολίτη που βάζει την τέχνη του στο πεδίο της κοινωνικής  ζωής και της ειρηνικής συνύπαρξης, θυμάμαι  μια  παράσταση που δώσαμε σ ένα   πομακοχώρι , πάνω κοντά στην Ξάνθη. Την Μύκη. Οι Πομάκοι, είναι μια μουσουλμανική μειονότητα στην Θράκη με δική της γλώσσα και δικό της  πολιτισμό. Ζουν διασκορπισμένοι ανάμεσα σε Ελλάδα, Βουλγαρία, ΠΓΔΜ, Τουρκία και Αλβανία.  Στην Ελλάδα, τους θεωρούμε ως απόγονους του αρχαίου θρακικού φύλου των Αγριάνων. Το ελληνικό κράτος τους υποχρέωσε να διδάσκονται στα σχολεία την τουρκική γλώσσα, σπρώχνοντας τους πιο κοντά στον πολιτισμό και την αγκαλιά της γείτονος χώρας.

Ήταν το καλοκαίρι του 1997 λοιπόν, όταν με το Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο Κομοτηνής,  ανεβάσαμε την κωμωδία του Άντζελο  Μπέολκο ή Ρουτζάντε  (1502 – 1542) :  «Μια Κυρία από την Ανκόνα»  – « L Ankonitata». Πρόκειται για μια ερωτική κωμωδία γραμμένη από τον κατ εξοχήν  κοινωνικό συγγραφέα της Ιταλικής Αναγέννησης.  Είχα σκηνοθετήσει την παράσταση και έπαιζα τον Ρουτζάντε, ενώ την «Κυρία» ερμήνευε η Μαρία Κανελλοπούλου. Η μουσική ήταν του Διονύση Τσακνή, οι χορογραφίες του αξέχαστου Βαγγέλη Σειληνού και τα σκηνικά του Αντώνη Χαλκιά. Με έναν δυναμικό θίασο  επί  σκηνής, είχαμε μια ευτυχισμένη περιοδεία σε πολλά μέρη της Ελλάδας.  Ο μεγαλύτερος αριθμός παραστάσεων όμως, δόθηκε στην Βόρειο Ελλάδα. Μακεδονία και Θράκη. Στον προγραμματισμό, υπήρχε  και μια  παράσταση στην Μύκη.

Ξεκινήσαμε λοιπόν, και μέσα από τον ορεινό όγκο της Ροδόπης, ανακαλύψαμε μια άλλη, κρυμμένη θα έλεγε κανείς Ελλάδα. Τα πομακοχώρια!  Σε όλη τη διαδρομή, καπνοχώραφα, στα οποία δούλευαν άνδρες  ντυμένοι σύγχρονα  και γυναίκες με τις τοπικές τους ενδυμασίες. Πολύχρωμα μαντήλια  και ποδιές περίτεχνα κεντημένες. Φτάσαμε στο χωριό σχεδόν μεσημέρι. Στην πλατεία που θα παίζαμε, δεν υπήρχε ψυχή ζώσα. Κοιταζόμασταν  μεταξύ μας, προσπαθώντας να  σκεφθούμε τι θα κάνουμε. Που θα παίξουμε. Πως. Για ποιους; Από το πουθενά, αίφνης εμφανίζεται ένας ξανθός άνδρας με ένα  καλώδιο. Το βάζει στην  πρίζα κάποιου δημοτικού κτιρίου, μας το δίνει, και εξαφανίζεται ταχύτατα. Σχεδόν δεν μας κοίταξε καν. Μάθαμε μετά πως ήταν δάσκαλος, και τον είχαν ειδοποιήσει να μας βοηθήσει.  Στήσαμε το πατάρι και το σκηνικό πάνω του. Συνδέσαμε το ρεύμα και  βάλαμε τα κοστούμια της παράστασης στο κτίριο πίσω.  Κάποια στιγμή εμφανίσθηκαν  δύο  τρείς  ντόπιοι, και μας ρώτησαν εμφανώς ενοχλημένοι για τον λόγο της επίσκεψής μας στο χωριό τους. Τους πληροφορήσαμε πως είμαστε θεατρίνοι, παίζουμε παντού και ήρθαμε  να κάνουμε το ίδιο και εδώ. Δεν τους άρεσε. Φύγανε. Άδεια η πλατεία. Υπήρχαν μόνο  δέκα καρέκλες πλαστικές για τους θεατές!  Πλησίαζε η ώρα έναρξης και οι μόνοι θεατές που εμφανίσθηκαν ήταν δέκα με δώδεκα παιδιά από πέντε έως δέκα χρόνων.  Αρχίσαμε την παράσταση με το αθώο νεανικό κοινό μας. Δεκαπέντε ηθοποιοί επί σκηνής με κοστούμια, μουσικά όργανα, σκηνικά, και δέκα παιδιά  στην «πλατεία του θεάτρου»!  Συνεχίσαμε απτόητοι. Από τα μπαλκόνια των σπιτιών άρχισαν να προβάλουν οι πρώτοι  ενήλικοι θεατές. Ήταν γυναίκες με τις πολύχρωμες φορεσιές τους πάντα. Και να που στην πλατεία σε λίγο εμφανίσθηκαν και οι άνδρες. Ακροβολισμένοι,  παρακολουθούσαν από απόσταση και όρθιοι. Όμως το πλήθος μεγάλωνε σιγά σιγά. Και στα μπαλκόνια, γυναίκες πάντα , ενώ  στην πλατεία,  υπήρχαν άνδρες μόνον. Και κάτι συγκινητικό. Όσες γυναίκες δεν είχαν πρόσβαση στο θέαμα από το δικό τους μπαλκόνι, έφερναν στους άνδρες θεατές   τσάι   και διακριτικά στεκόντουσαν πιο μακριά να παρακολουθήσουν την παράσταση. Τα παθήματα του Ρουτζάντε,  τα βάσανα  του έρωτα της Κυρίας, οι μουσικές, οι χοροί και  η  δύναμη της κωμωδίας   παρέσυρε άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Και παρ ότι  παρέμεναν διαχωρισμένοι σε μπαλκόνια πλατείες και σοκάκια έγιναν τελικά ένα με την μαγική δύναμη που μόνο η τέχνη έχει. Να κάνει δηλαδή  τους ανθρώπους να συνυπάρχουν και να ενώνονται για ότι καλό, ότι δημιουργικό. Η παράσταση τελείωσε με την πλατεία και τα μπαλκόνια ασφυκτικά γεμάτα!  Το χειροκρότημα στο τέλος είχε τη δύναμη και την ειλικρίνεια του υπέροχου κοινού για το οποίο παίξαμε και που  με τη βοήθεια του Διόνυσου, κερδίσαμε.  Μας ευχαριστούσαν μέσα από την καρδιά τους. Τώρα ήρθαν και άλλοι τρείς δάσκαλοι, πομάκοι. Μας ζήτησαν να μην τους ξεχάσουμε να ξαναπάμε. Ξεθαρρεμένοι οι θεατές μας δεν μας άφηναν να φύγουμε. Τους είπαμε πως δεν πρέπει να  επιτρέπουμε τους επαγγελματίες του διχασμού, δικούς μας και δικούς τους να μας χωρίζουν. Τους άρεσε. Ήταν ευτυχισμένοι εκείνο το βράδυ.  Να λοιπόν που έστω και για την μιάμιση ώρα που κράτησε η παράσταση, ένοιωσαν πως η κοινή πατρίδα φρόντισε γι αυτούς. Τους πρόσφερε κάτι. Η τέχνη, το Θέατρο, είχαν κάνει το θαύμα τους. Ένα μικρό θαύμα. Μια  απειροελάχιστη ψηφίδα  βάλαμε  σε ένα  ψηφιδωτό εμπιστοσύνης και αλληλεγγύης που χρειάζεται  εκατομμύρια τέτοιες ψηφίδες για να γεμίσει.

Φύγαμε και εμείς ευτυχισμένοι. Δεν ξανάπαιξα από τότε σε  πομακοχώρι. Τα Δηπεθε που έδιναν παραστάσεις στην ελληνική περιφέρεια, θυσιάσθηκαν στον βωμό της Ελληνικής και Ευρωπαϊκής κρίσης.

Τα γεράκια των διχασμών όμως,  του μίσους και της  ανωμαλίας, χαίρονται. Εμείς;…

 

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΠΟΛΙΤΗΣ της Κύπρου (Πολιτιστικό ένθετο ΠΑΡΑΘΥΡΟ)  Την 1/6/2014