Ο μοντέρ Βασίλης Βασιλικός

Ο μοντέρ Βασίλης Βασιλικός

Ο Β.Β. δεν αφήνει τα γεγονότα να περάσουν ώστε να τα επεξεργαστεί με τη σιγουριά και την απόσταση της ιστορικής τους διάστασης

Ο Βασίλης Βασιλικός, αν δεν ήταν ένας από τους πιο σπουδαίους Έλληνες συγγραφείς με διεθνή αναγνώριση, θα μπορούσε να ήταν ένας εξίσου επιτυχημένος μοντέρ του κινηματογράφου.

Και στις πρωτότυπες ιστορίες που αφηγείται στον αναγνώστη, αλλά και στη διαχείριση του «επίκαιρου» υλικού του, χειρίζεται με απαράμιλλη μαεστρία την τεχνική της επιλογής μικρών κομματιών που συγκροτούν μια μεγαλύτερη αφήγηση. Με τον όρο «επίκαιρο υλικό» εννοώ τη λογοτεχνική αντιμετώπιση της τρέχουσας επικαιρότητας.

Ο Β.Β. δεν αφήνει τα γεγονότα να περάσουν ώστε να τα επεξεργαστεί με τη σιγουριά και την απόσταση της ιστορικής τους διάστασης. Τα αντιμετωπίζει σχεδόν τη στιγμή που εξελίσσονται. Μέγιστο παράδειγμα το κορυφαίο «Ζ». Αλλά καταγράφει και τα γεγονότα απευθείας στις πηγές τους ερχόμενος σε επαφή με τους αυθεντικούς πρωταγωνιστές των γεγονότων αυτών.

Μια τέτοια περίπτωση είναι και το υλικό που συγκρότησε το βιβλίο με τίτλο «Όταν οι Έλληνες ήταν μετανάστες», που κυκλοφόρησε η Εφημερίδα των Συντακτών. Ευρισκόμενος στο Βερολίνο την περίοδο της δικτατορίας των συνταγματαρχών, δέχθηκε από τον διάσημο συγγραφέα Γκίντερ Γκρας, που ήταν σύμβουλος του καγκελαρίου Βίλι Μπραντ, την πρόταση να γράψει ένα σενάριο για μια ταινία που θα είχε θέμα τη ζωή των Ελλήνων μεταναστών. Των «γκασταρμπάιτερ». Η ταινία δεν γυρίστηκε ποτέ, αλλά το υλικό της έρευνας έμεινε. Ένας μεγάλος όγκος μαγνητοφωνημένων συνεντεύξεων με Έλληνες μετανάστες.

Αφηγούνται τη ζωή που άφησαν πίσω στα χωριά τους, όπου η ανέχεια, ο μετεμφυλιακός χωροφύλακας και οι κακουχίες βασίλευαν. Αφηγούνται και τη ζωή που βρήκαν ερχόμενοι στη Δυτική τότε Γερμανία. Παγωμένα παραπήγματα για εργάτες όπου ζούσαν τρεις – τέσσερις σε κάθε θάλαμο.

Μετά το μικρό και σκοτεινό διαμέρισμα που νοίκιαζαν, μετά και οι δυσκολίες. Με τον επιστάτη στη δουλειά, την πίεση για να μεγαλώσει η παραγωγή, τη γλώσσα που δεν ήξεραν και δεν ήταν σε θέση να συνεννοηθούν ώστε αγοράσουν ούτε μια φρατζόλα ψωμί. Τη λαχτάρα για τον γενέθλιο τόπο και τα παιδιά που έμειναν πίσω με τη γιαγιά. Τους αγωνιστές του αντιδικτατορικού αγώνα εκεί στην ξενιτιά, τον χαφιέ του προξενείου.

Το πραγματικά σπαρακτικό υλικό του Β.Β. συμπληρώνει το μεγάλο ψηφιδωτό της ξενιτιάς, μαζί με άλλα σπουδαία έργα τέχνης σπουδαίων Ελλήνων δημιουργών. Να θυμηθούμε την «Αναπαράσταση» του Θόδωρου Αγγελόπουλου, το μουσικό έργο των Γ. Μαρκόπουλου – Γ. Σκούρτη «Μετανάστες», το «Γράμμα απ’ τον Σαρλερουά» του Λάμπρου Λιαρόπουλου» και πολλά άλλα.

Αφηγήσεις μαχαίρια: «Δουλεύαμε μια μέρα που έκανε κρύο. Ξεφορτώναμε, τέσσερα άτομα. Δύο ήταν πάνω στην καρότσα του αμαξιού. Δύο ήμασταν κάτω. Μεγάλο φορτηγό αμάξι. Μ’ ένα γάντζο, με μεγάλο συρματόσκοινο, το έπιασε το φορτίο απ’ τη μέση. Το έσφιξε κανονικά. Του λέω του Γερμανού ‘επικίνδυνο είναι’. Μου λέει γερμανικά: ‘Σφαγής, σφαγής’. Εφτά μέτρα βάθος. Έπεσε, ξανασηκώθηκε και μου την έδωσε στο κεφάλι. Φορούσα καπέλο. Μου το άνοιξε το καπέλο. Έπεσα αναίσθητος. Μετά από λίγο κατάλαβα πως με είχαν βγάλει στον δρόμο. Τα μάτια μου είχαν γεμίσει αίματα. Δεν έβλεπα τίποτα».

Άθλιες συνθήκες διαβίωσης: «Υπάρχουν πολλά αντρόγυνα που μένουν σε ένα δωμάτιο όπου δεν χωράει διπλό κρεβάτι. Κι έτσι αναγκάζονται να κοιμούνται σε μονό. Αλλά υπάρχουν και άνθρωποι που δεν μπορούν να κοιμηθούν έτσι και τότε αγοράζουν από αυτά τα μπαλόνια που φουσκώνουν για τη θάλασσα και κοιμάται ο ένας εκεί κι ο άλλος στο κρεβάτι».

Το υλικό αυτό του Β.Β. σ’ αυτό το βιβλίο είναι πάντα επίκαιρο. Και θαρρώ πως περιμένει τις κατάλληλες συνθήκες, που θα ξεκολλήσουν αυτές οι αφηγήσεις από τις σελίδες του βιβλίου και θα γίνει θεατρική παράσταση, φιλμ ή ό,τι άλλο απαλύνει τις ψυχές των πρωταγωνιστών που μίλησαν για τη ζωή τους. Και ακόμα θα προσθέσει σπουδαίες υπηρεσίες στον Γολγοθά των μεταναστών του καιρού μας.

Πηγή : Η Αυγή