Το 2018 με Προεδρικό Διάταγμα είχε αποφασιστεί από την τότε κυβέρνηση η δημιουργία μέσα στον χώρο του Ελληνικού ενός Μουσείου Πολιτικής Αεροπορίας. Το «Πολιτιστικό Κέντρο Εργαζομένων Πολιτικής Αεροπορίας» (ΠΟΛΚΕΟΑ) συγκέντρωσε με κόπο περίπου 23.000 εκθέματα που αποκαλύπτουν την ιστορία της Πολιτικής Αεροπορίας στη χώρα μας. Την εποχή του ’30 ο Ελ. Βενιζέλος έβαλε την Ελλάδα στις εμπορικές αερομεταφορές και στις 6 Απριλίου του 1957 η Ολυμπιακή Αεροπορία πραγματοποιεί την πρώτη πτήση της.
Η καταγραφή της Ιστορίας είναι σημαντική υποχρέωση κάθε λαού. Πολύ περισσότερο για χώρους που συμβάλλουν στην ανταλλαγή κουλτούρας, νοοτροπιών, πολιτισμού. Αυτή η σημαντική υποχρέωση λαού και κράτους, λοιπόν, μετά τις εκλογές του 2019 και την επικράτηση της Ν.Δ., αναθεωρείται. Απορρίπτεται η απόφαση της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ και η νέα κυβέρνηση ζητά από τον ΠΟΛΚΕΟΑ, με τελεσίγραφο στις 14.2.2021, να «παραδώσει άνευ όρων» την περιουσία του υπό ίδρυση μουσείου στην Ελληνικό Α.Ε. γιατί μια τέτοια επένδυση δεν περιλαμβάνεται στα σχέδια του επιχειρηματικού ομίλου της Lamda Development.
Όλο αυτό το πολύτιμο υλικό, λοιπόν, κινδυνεύει να καταλήξει σε αναγκαστικό πλειστηριασμό. Μεταξύ των εκθεμάτων περιλαμβάνονται επτά μη πλόιμα αεροσκάφη. Ένα Β727, ένα Β737 και ιστορικό Β747 του Αριστοτέλη Ωνάση. Δύο ακόμη, ένα ΥS-11 και μία Dacota, βρίσκονται στην κατοχή του υπουργείου Εθνικής Άμυνας και μπορούν να επιστρέψουν στον ΠΟΛΚΕΟΑ. Υπάρχουν εξομοιωτές πτήσεων με ιστορική σημασία. Ακόμη, δεκάδες όργανα, στολές εργαζομένων που καλύπτουν όλη την ιστορική περίοδο της λειτουργίας της Ολυμπιακής, ένα μοναδικό στον κόσμο ψηφιδωτό του ιδρυτή της, φωτογραφίες πτήσεων με σημαντικά πρόσωπα της πολιτικής, πνευματικής και κοινωνικής ζωής, έργα τέχνης, αρχεία, έγγραφα, διαφημιστικό υλικό εποχής, μοναδικά έπιπλα και γραφεία με τον ιστορικό εξοπλισμό τους.
Παντού στον κόσμο υπάρχουν τέτοια μουσεία. Σε Αυστρία, Βέλγιο, Βουλγαρία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ιρλανδία, Ιταλία, Νορβηγία, ΗΠΑ, Καναδά και σε ακόμα δεκάδες χώρες.
Οι παλιοί εργαζόμενοι στην Ολυμπιακή, άνθρωποι που έδωσαν τα καλύτερά τους χρόνια για την ανάπτυξη της εταιρείας, φέρουν το πολιτιστικό αποτύπωμα του Αεροδρομίου Ελληνικού και της Ολυμπιακής Αεροπορίας και αγωνίζονται για τη διάσωση της ιστορικότητας του χώρου. Το μουσείο είναι χωροθετημένο ήδη. Από το 2018 υπάρχει και η απόφαση. Το Κεντρικό Συμβούλιο Νεώτερων Μνημείων με πρόσφατη απόφαση – εισήγηση έκανε δεκτό τον φάκελο – αίτημα του ΠΟΛΚΕΟΑ για τον χαρακτηρισμό των τριών ιστορικών αεροσκαφών ως «κινητά νεότερα μνημεία». Όμως η υπουργός Πολιτισμού Λ. Μενδώνη αρνείται να το υπογράψει θέτοντας σε κίνδυνο πλειστηριασμού τα αεροσκάφη. Οι πρώην εργαζόμενοι κατέθεσαν και στην κυβέρνηση, και στη Lamda Development οικονομοτεχνική μελέτη μετακίνησης των αεροσκαφών εντός του αεροδρομίου προς το χωροθετημένο Μουσείο Πολιτικής Αεροπορίας αναλαμβάνοντας εξ ολοκλήρου τη δαπάνη. Κυβέρνηση και εταιρεία αρνήθηκαν! Επιστολή εστάλη και στον Κ. Μητσοτάκη (1.2.2021). Καμία απάντηση.
Τα εκθέματα βρίσκονται διάσπαρτα και χωρίς την ασφάλεια που απαιτείται και κινδυνεύουν. Ένα μέρος τους είναι αποθηκευμένο σε χώρους που έχει παραχωρήσει ο Δήμος Βάρης – Βούλας – Βουλιαγμένης. Ένα άλλο μεταφέρθηκε σε περιοχή της Αθήνας και τέλος οι στολές και άλλα πιο ευαίσθητα και σημαντικά εκθέματα βρίσκονται σε φυλασσόμενο χώρο. Η πρόταση του ΠΟΛΚΕΟΑ είναι να μεταφερθούν όλα αυτά τα αντικείμενα στο Αγγλικό Υπόστεγο (τη λεγόμενη Παγόδα), που χαρακτηρίστηκε μετά από ενέργειές τους μνημείο της νεότερης Ιστορίας μας.
Η κυβέρνηση της Ν.Δ. αντιτάσσεται στη δημιουργία ενός τέτοιου μοναδικού μουσείου. Η Lamda Development αξιοποιεί την κυβερνητική άρνηση και αρνείται και αυτή. Ή μήπως το αντίστροφο;
Η δημιουργία όμως ενός Μουσείου Πολιτικής Αεροπορίας αφορά την Ιστορία της χώρας μας. Όποιος τη διαγράφει απαξιώνει και τους ανθρώπους που την υπηρέτησαν. Εν προκειμένω χειριστές, πληρώματα, τεχνικούς, διοικητικούς, όλους τους ανθρώπους που αφιέρωσαν τη ζωή τους σε έναν σημαντικό τομέα τής οικονομίας και της κοινωνίας.
Το Μουσείο (μετ’ εμποδίων) της Πολιτικής Αεροπορίας πρέπει να ιδρυθεί. Το χρωστάμε στις επόμενες γενιές.
Πηγή: Η Αυγή