Γράφει ο Πάνος Σκουρολιάκος*
Οι «Προστάτες», το θεατρικό έργο του Μήτσου Ευθυμιάδη που ανέβασε το 1975 ο Γιώργος Λαζάνης στο θρυλικό «Υπόγειο» του Καρόλου Κουν, άνοιξαν στο θέατρο εκείνης της εποχής μεγάλες, τεράστιες πόρτες.
Δεν ξέραμε τον συγγραφέα. Τον γνωρίσαμε όμως στα ταβερνάκια και τα μπαρ των Εξαρχείων. Τον «Πειναλέοντα» της Μαυρομιχάλη, το «Αχ Βαχ» της Αραχόβης, στο «Νταντα» του Κώστα Τσαπέκου που ταυτόχρονα έπαιζε και αυτός στο «Θέατρο Τέχνης», και σε ένα δυό άλλα.
Οι «Προστάτες» λοιπόν, μας θύμιζαν τις παραστάσεις της Αριάν Μνούσκιν, ότι πιο πρωτοποριακό και πιο αριστερό εκείνη την εποχή. Στη σκηνή του «Υπογείου», με ξέφρενη θεατρική μανία εκτυλίσσονταν μια παράσταση καταπληκτική! Η νεανική ορμή του Μήτσου συναντήθηκε με την ώριμη σκηνική σοφία του Λαζάνη, παρουσιάζοντας την περιπέτεια της επανάστασης του 1821 με έναν τρόπο πρωτόγνωρο. Λαός, κοτζαμπάσηδες, έλληνες και φιλέλληνες «σωτήρες»! Και σπουδαίοι ηθοποιοί. Ποιος δεν θυμάται τον Βασίλη Παπαβασιλείου ως Κωλέτη! Η ερμηνεία του, ήταν σπουδή πάνω στην τέχνη της υποκριτικής. Μια μοναδική συνύπαρξη πηγαίου ταλέντου και επιστημονικής σκέψης επί των θεατρικών νοημάτων. Ο Γιώργος Αρμένης στα καλύτερά του, ενώ όαση καλού γούστου και θεατρικότητας ήταν τα σκηνικά και τα κοστούμια του αξέχαστου Δαμιανού Ζαρίφη. Η μουσική και τα τραγούδια του Λεοντή συντροφεύουν ακόμα πολιτικές συγκεντρώσεις, παρέες που αναπολούν τραγουδώντας και τους εραστές του καλού ελληνικού τραγουδιού.
Ευτύχησε ο Μήτσος να έχει σε αυτή την πρώτη θριαμβική είσοδό του στο θέατρο σπουδαίους συνεργάτες. Όμως το έργο του ήταν αυτό που τους ενέπνευσε. Που απελευθέρωσε την τέχνη τους. Ήταν ο Μήτσος που το έκανε αυτό.
Ένα εν τέλει ντροπαλό παλικάρι ήταν, που ήρθε από την Σαλονίκη, με τον σεβασμό και τη σεμνότητα όλων των λαϊκών παιδιών. Είχε γεννηθεί στην Αθήνα το 1945 αλλά έζησε και μεγάλωσε στην αρχόντισσα πόλη του Βορά. Εκεί σπούδασε στη Νομική Σχολή, ενώ δημοσίευε ποιήματα και διηγήματα στην «Διαγώνιο», το σπουδαίο λογοτεχνικό περιοδικό της Θεσσαλονίκης.
Έτσι μπήκε ο Μήτσος στη ζωή μας. Σαν πρίγκιπας . Περιμέναμε λοιπόν, το επόμενο έργο. Όπως ήταν φυσικό μετά την μεγάλη επιτυχία που είχαν οι «Προστάτες», όλοι του ζητούσαν έργα του. Ακόμη και τα λαμπερά εμπορικά αστέρια της εποχής! Αυτός όμως δεν βιάζονταν. Δεν βιάζονταν ποτέ. Το 1977, σκάει μια τριλογία στο « Θέατρο Στοά» των Θανάση Παπαγεωργίου και Λήδας Πρωτοψάλτη, στου Ζωγράφου. Τρία μονόπρακτα. Ο «Φώντας» που το είχε προδημοσιεύσει ο Νίτσος στο περιοδικό «Θέατρο», και ακόμα «Το υπόστεγο» και οι « Ψόφιοι κοριοί». Καινούρια επιτυχία. Το 1981 ο Διαγόρας Χρονόπουλος ανεβάζει τον «Φονιά», έργο μαχαιριά! Σπουδαίο κι αυτό. Έγινε μάλιστα και ταινία σε σκηνοθεσία Τάκη Χριστόπουλου. Το τελευταίο έργο του ήταν το «Πέρα από τη νύχτα» σε σκηνοθεσία Γιάννη Καλατζόπουλου.
Κατηγόρησαν τον Μήτσο πως μετά τους προχωρημένους «Προστάτες» όπου έπαιξε με το σπάσιμο της παραδοσιακής θεατρικής φόρμας και όπου εισήγαγε καινούρια στοιχεία στην θεατρική συγγραφή, με τα κατοπινά του έργα επέστρεψε στην παραδοσιακή φόρμα ενός πιο «ευυπόληπτου» θεάτρου. Μπορεί να είναι έτσι όσον αφορά τη φόρμα. Στην ουσία όμως, στο περιεχόμενό τους ο ανατρεπτικός Μήτσος μεγαλούργησε. Κι όχι μόνον αυτή η πλευρά της προσωπικότητάς του. Μαζί στους ήρωες αλλά και στα θέματα συνυπάρχουν η τρυφερότητα, η αξιοπρέπεια, η ευγένεια του μάγκα.
Ο Μήτσος σκηνοθέτησε πέντε παραστάσεις και έγραψε κι ένα μυθιστόρημα, την «Μοιραία σχέση», (εκδ. Νέα Σύνορα). Έφυγε στα 58 του χρόνια το 2003.
Κοιτάζοντας πίσω, σκέφτομαι πόσα ακόμα είχε να κάνει. Πόσα άφησε να φύγουν χωρίς να τα εκμεταλλευτεί. Όχι με την αγοραία έννοια. Εννοώ πόσα είχε έτοιμα στο μυαλό και την ψυχή του και δεν τα προχώρησε ή δεν τα τέλειωσε ποτέ.
Είναι γιατί γλίστρησε γλυκά και ανεπαίσθητα στα χοντρά ποτήρια με τον πάγο μέσα τους και το αλκοόλ… Μπορεί και όχι. Ο Μήτσος είπε «ευχαριστώ, δεν θα πάρω άλλο» σε όλο το οικοδόμημα της καθωσπρέπει θεατρικής αγοράς. Στις πρωταγωνίστριες και τους σκηνοθέτες, τους επιχειρηματίες και τους παντοδύναμους δημοσιογράφους, στην αγωνία της ύπαρξης μέσα στο κάδρο των πρωτοκλασάτων και των ειδώλων του κοινού, με κάθε τίμημα.
Τελικά ο Μήτσος έζησε και έφυγε όπως οι ήρωες του. Τον έζησα στις μεγάλες του δόξες, τότε με τους «Προστάτες», μου έλεγε καλά λόγια για τα διηγήματά μου στο σπίτι του στην Καλλιθέα, ξαναβρεθήκαμε όταν ανέβασα ένα έργο – κολάζ ελλήνων συγγραφέων με τίτλο «Δεν άνθισαν ματαίως» το 1996, όπου υπήρχε και μια σκηνή από τον «Φονιά».
Ο Μήτσος Ευθυμιάδης θα μείνει στο ελληνικό θέατρο σαν ένας μεγάλος μάστορας του θεατρικού λόγου, που ότι έκανε, το έκανε γιατί το αγάπαγε πολύ και το εννοούσε. Όπως όλοι οι παλιοί κιμπάρηδες!
Τον θυμάμαι τώρα. Αυτές τις μέρες, αυτούς τους δύσκολους καιρούς που ο τόπος μας έχει να αντιμετωπίσει πάλι «Προστάτες». ‘Έλληνες και «φιλέλληνες». O ίδιος άλλωστε έλεγε πως «… η ζωή μοιράζεται στους έχοντες, στους κατέχοντες και στους αντέχοντες».
* Ο Πάνος Σκουρολιάκος είναι μέλος της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ και βουλευτής Περιφέρειας Αττικής.