Αναρωτήθηκε ο κ. Μητσοτάκης, πριν από λίγες μέρες στη Βουλή, γιατί κάποιοι ενοχλούνται με την έκφραση: «βασιλικό κτήμα Τατοΐου». Δεν περνά από το μυαλό του ότι, αυτή η περιοχή είναι δημόσια έκταση και ανήκει στον ελληνικό λαό. Είναι το δημόσιο κτήμα του Τατοΐου. Ούτε με το «πρώην βασιλικό κτήμα» συμβιβάζεται ο πρωθυπουργός.
Μοιραία έρχεται στο νου μας το περίφημο unfair του πατρός του, Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, ο οποίος αναφερόμενος στο δημοψήφισμα του 1974 για το πολίτευμα της χώρας, το χαρακτήρισε «unfair», δηλαδή έκρινε άδικη για τον πρώην βασιλέα τη στάση κομμάτων και πολιτών. Θυμόμαστε ακόμα, τη φυγάδευση πολύτιμων αντικειμένων που υπήρχαν στο Τατόι, από την πρώην βασιλική οικογένεια, το απόγευμα της Κυριακής 17 Φεβρουαρίου του 1991. Έξι νταλίκες, φορτωμένες με εννέα κοντέινερ βάρους 32 τόνων, κατευθύνθηκαν προς το λιμάνι του Πειραιά, απ’ όπου ταξίδεψαν εκτός χώρας. Τότε κυβερνούσε η Ν.Δ. και πρωθυπουργός ήταν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης.
Στα σχέδια του «επιτελικού κράτους» του υιού Μητσοτάκη, είναι και η «ανάπτυξη» του Τατοΐου. Επισκέψεις, σχέδια, διακηρύξεις. Μετά, ήρθε η φωτιά. Το Τατόι κάηκε, το φυσικό περιβάλλον καταστράφηκε, τα κτίρια υπέστησαν ζημιές, καθώς και δύο κοντέινερ, με άγνωστο (;) περιεχόμενο, που βρίσκονταν στον προαύλιο χώρο του ανακτόρου καταστράφηκαν ολοσχερώς, σύμφωνα με τον Τύπο, γεγονός το οποίο αποκρύπτει το υπουργείο Πολιτισμού.
Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, είχε συστήσει επιτροπή ειδικών επιστημόνων και υπηρεσιακών στελεχών του υπουργείου Πολιτισμού για την προστασία, συντήρηση και ανάδειξη των πολιτιστικών αγαθών του κτήματος Τατοΐου. Τα περισσότερα από αυτά μεταφέρθηκαν, ύστερα από εισήγηση της επιτροπής και αποθηκεύτηκαν σε ασφαλές κτίριο στην Αθήνα και, συγκεκριμένα, στις εγκαταστάσεις του Μουσείου Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης.
Όμως, όταν η Ν.Δ. έγινε κυβέρνηση και η κ. Μενδώνη υπουργός Πολιτισμού, κατάργησαν την επιτροπή αυτή και μετέφεραν τα πολύτιμα αντικείμενα ξανά στο Τατόι, τη στιγμή που ο χώρος δεν ήταν κατάλληλα διαμορφωμένος για να τα φιλοξενήσει. Η κυβέρνηση και η αρμόδια υπουργός, που εκτελεί κατά γράμμα τις οδηγίες του πρωθυπουργού της, σωπαίνει. Τι έχει συμβεί με τον μεγάλο αριθμό των σφραγισμένων κιβωτίων, που δεν επετράπη στον Κωνσταντίνο Γκλύξμπουργκ να προωθήσει στο εξωτερικό και τα οποία πήραν πίσω από το ασφαλές Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, χωρίς να επιτρέψουν να ανοιχτούν και να καταγραφεί το περιεχόμενό τους από την ειδική ομάδα, όπως όφειλαν; Μεταφέρθηκαν όλα πριν τη φωτιά ή κάποια έμειναν πίσω και τελικά καταστράφηκαν μέσα στα καμένα κοντέινερ;
Είχε το «επιτελικό κράτος» φροντίσει τον χώρο, που υποτίθεται πως ήταν ψηλά στις προτεραιότητές του; Ποια ήταν τα μέτρα πυρασφάλειας που είχε λάβει το υπουργείο Πολιτισμού, σε συνεργασία με το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη; Για ποιο λόγο καταργήθηκε η ειδική επιστημονική επιτροπή που είχε δημιουργηθεί στο υπουργείο Πολιτισμού; Η επιτροπή που κατάργησε η κ. Μενδώνη, είχε φθάσει στο τελικό στάδιο την κήρυξη του αρχαιολογικού χώρου της Δεκελείας. Γιατί η κυβέρνηση δεν ολοκλήρωσε την κήρυξη;
Υπάρχει, λοιπόν, αρραγής και ζωντανή, μία οικογενειακή πολιτική παράδοση όσον αφορά τα μεγάλα και σημαντικά. Στην Υγεία, την Παιδεία, τον Πολιτισμό, τη λειτουργία της αγοράς, το μεγάλο και ολιγαρχικό κεφάλαιο, την ασφάλεια, την εξωτερική πολιτική. Σε κάθε τομέα, βλέπουμε να έρχεται μία, γνώριμη μας από το παρελθόν, πολιτική. Μία πολιτική, που ενδιαφέρεται για τους λίγους, καθησυχάζοντας και παραπληροφορώντας τους πολλούς. Πολιτική, που επιβάλλεται με αυταρχισμό και με φιλόξενα ανοίγματα σε όποιον είναι πρόθυμος να διαγράψει το παρελθόν του και να αναβαπτισθεί στα ύδατα όχι μιας οποιασδήποτε συντηρητικής παράταξης, αλλά της σκληρής μητσοτακικής δεξιάς.
Τελικά, πρέπει να αναγνωρίσουμε στον κ. Μητσοτάκη, συνέπεια στην οικογενειακή πολιτική γραμμή και παράδοση. Κάτι το οποίο, ίσως, είναι ωφέλιμο για την οικογένεια, που παράγει δημάρχους, περιφερειάρχες, βουλευτές, υπουργούς και πρωθυπουργούς. Αλλοίμονο, όμως, δεν είναι καθόλου ωφέλιμη για τον ελληνικό λαό. Το αντίθετο, μάλιστα.