Κράτος – Εκκλησία: Βίοι παράλληλοι

Κράτος – Εκκλησία: Βίοι παράλληλοι

Η διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης στη Βουλή ήταν μια θαυμάσια ευκαιρία να αποκαλυφθεί για άλλη μια φορά το κομφούζιο που επικρατεί στην ιδεολογική σκευή της κυβερνώσας παράταξης.

Όχι. Η Νέα Δημοκρατία δεν είναι ούτε φιλελεύθερη, ούτε νεοφιλελεύθερη, ούτε λαϊκή Δεξιά ούτε οτιδήποτε άλλο. Είναι μια ένωση προσώπων που χρησιμοποιεί όποιο καπέλο, όποια ταμπέλα τη βολεύει προκειμένου να πετύχει τον στόχο της στιγμής, τον σκοπό που βολεύει για την επιβίωση και τη μακροημέρευση. Παράταξης και ανθρώπων.

Φορώντας το καπέλο της φιλελεύθερης παράταξης και του σύγχρονου ευρωπαϊκού κόμματος, αντιπαλεύει διατάξεις που άπαντες οι Ευρωπαίοι φιλελεύθεροι έχουν αποδεχθεί, πλην βεβαίως των ακροδεξιών Όρμπαν και Σαλβίνι. Αρνείται λοιπόν να δεχθεί την απαγόρευση διακρίσεων για λόγους φύλου ή σεξουαλικού προσανατολισμού. Ταυτόχρονα, αυτή η καθαρόαιμη ευρωπαϊκή παράταξη δίνει μάχες για τον μη διαχωρισμό κράτους και Εκκλησίας!

Το θέμα του διαχωρισμού κράτους και Εκκλησίας έχει ταλανίσει τον κοινό μας βίο διαχρονικά. Ευθύς εξ αρχής να δηλώσω πως πιστεύω ότι η θρησκεία δεν έχει ανάγκη το κράτος και το κράτος δεν έχει ανάγκη τη θρησκεία. Θεωρώ πως θα πρέπει να πορεύονται παράλληλα, αλλά αυτό δεν κατέστη δυνατό από την πρώτη ακόμα περίοδο ζωής του νεότερου ελληνικού κράτους όταν η βαυαρική εξουσία διά των ενεργειών του Θεόκλητου Φαρμακίδη απέσπασε τις ελληνικές μητροπόλεις από το Οικουμενικό Πατριαρχείο δημιουργώντας την Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος. Οι Βαυαροί, θέλοντας να ασκήσουν πλήρη κυριαρχία επί του νέου κράτους, χρησιμοποίησαν την Ορθόδοξη Εκκλησία ως εργαλείο υπέρ του κράτους και ως νομιμοποιητικό μηχανισμό της δικής τους εξουσίας.

Μετατρέποντας τη θρησκεία σε κρατική ιδεολογία, κατοπινές εξουσίες, τη χρησιμοποίησαν ως δικαιολογία και άλλοθι σε στιγμές όπου η δημοκρατία απειλείτο ή κατέρρεε. Να θυμίσουμε το «ανάθεμα» κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου, το «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» της χούντας των συνταγματαρχών αλλά και τα από άμβωνος κηρύγματα ενάντια στη Συμφωνία των Πρεσπών, που τώρα γίνεται αποδεκτή και σεβαστή και από την κυβερνητική πλειοψηφία.

Ένα άλλο σημείο που έχει να κάνει με τα της Εκκλησίας και του κράτους είναι η θρησκευτική υποχρέωση για ορκοδοσία. Μα δεν μπορεί να είναι υποχρέωση θρησκευτική κάτι που δεν προβλέπεται πουθενά στην ορθόδοξη πίστη. Προϋπόθεση καλής πίστης είναι ο εκκλησιασμός, η εξομολόγηση και η θεία μετάληψη. Δεν υπάρχει κανόνας ή άλλη υποχρέωση που να επιβάλει θρησκευτικό όρκο ως στοιχείο πίστεως. Ο Απόστολος Παύλος λέει πως για όποιον είναι κοντά στον Χριστό, δεν έχει σημασία αν έχει κάνει περιτομή ή όχι. Όλοι είναι πλάσματα του Θεού.

Μοιραία μάς έρχονται στον νου πικρές αλήθειες. Πόσοι και πόσες δεν κρύφτηκαν πίσω από τον θρησκευτικό όρκο για να πράξουν παράνομα; Πόσοι δεν επικαλέστηκαν ως μεσάζοντα το ιερό ευαγγέλιο για να επιτελέσουν ακολούθως αμαρτίες και παρανομίες; Τουλάχιστον όταν κάποιος επικαλείται την τιμή και την υπόληψή του δίνοντας όρκο, διακινδυνεύει, εκποιεί, βάζει υποθήκη ό,τι πιο πολύτιμο έχει ως προσωπικότητα και ως μέλος της κοινωνίας. Δικές του είναι η τιμή και η υπόληψη, όπως θέλει τις χειρίζεται. Όμως το ιερό ευαγγέλιο δεν μπορεί ο καθείς να το χρησιμοποιεί ως δικαιολογία και άλλοθι.

Η Ν.Δ., κληρονομώντας όλες εκείνες τις εξουσίες που στο παρελθόν εργαλειοποίησαν το θρησκευτικό συναίσθημα για την κατάκτηση της εξουσίας και την κατάληψη αξιωμάτων που είχαν σχέση με το δημόσιο ταμείο, πλειοδοτεί τον σφιχτό εναγκαλισμό πολιτικής και εκκλησιαστικής εξουσίας. Παρουσιάζεται ως προστάτης του αναφαίρετου δικαιώματος θρησκευτικής επιλογής και χρησιμοποιεί κάποιους λειτουργούς της Εκκλησίας ως παρόχους πιστοποιητικών ενάρετης πολιτικής δύναμης. Από την άλλη, η Αριστερά, όσον αφορά το θρησκευτικό συναίσθημα, έμενε στο δικαίωμα της ελευθερίας της επιλογής (χωρίς να το μονοπωλεί) και στο πολιτισμικό φορτίο της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Ρεσιτάλ μικροπολιτικής έδωσαν αυτές τις μέρες ουκ ολίγοι βουλευτές της Ν.Δ. γύρω από τις σχέσεις κράτους – Εκκλησίας. Ήταν ένα θέαμα κακόγουστο, φθηνό, ανάξιο να εκτυλίσσεται εν μέσω μιας κορυφαίας στιγμής του κοινοβουλευτικού μας βίου όπως είναι η συνταγματική αναθεώρηση. Μια διαδικασία που θα επαναληφθεί σε δέκα περίπου χρόνια.

Έως τότε, όσον αφορά τις σχέσεις κράτους και Εκκλησίας, θα ισχύει ό,τι ίσχυε επί Βαυαρών, επί βασιλέων, επί χούντας και πάει λέγοντας! Υπομονή…

 

Πηγή: Η Αυγή