ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΟΠΑΙΧΤΕΣ, ΜΠΟΥΛΟΥΞΗΔΕΣ, ΠΛΑΝΟΔΙΟΙ ΜΟΥΣΙΚΟΙ

 

Τρία είδη, μια κατηγορία.  Καλλιτέχνες που  φέρνουν τον τίτλο μάλλον  υποτιμητικά.  Άνθρωποι της τέχνης που την διακονούν στην κόψη του ξυραφιού.  Είναι εκείνοι οι ανέστιοι που δεν τους παίζει  η καθεστηκυία τάξη. Που είναι  αναγκασμένοι να πάρουν τους δρόμους , να στήσουν μόνοι τους το πάλκο και να ανέβουν πάνω του για τον επιούσιο. Τότε παλιά, αλλά ακόμα και τώρα.

Κατάρα ήταν να μείνεις για πάντα ή να ξεπέσεις στην γύρα, είτε ως καραγκιοζοπαίχτης είτε ως ηθοποιός, είτε ως μουσικός.  Ο παλιός μπουλουξής και κατοπινός σπουδαίος  θεατρικός επιχειρηματίας Γιώργος Λεμπέσης αφηγείται στο βιβλίο του «Από απόσταση αναπνοής» για το πώς πέρασε από τις νεανικές ερασιτεχνικές παραστάσεις  στα Βουνάρια της Μεσσηνίας, στα μπουλούκια. Τότε τα μπουλούκια ήταν οικογενειακή υπόθεση. Υπήρχαν οι οικογένειες του  Στρατηγού, του Παπαδόπουλου, του Θηβαίου, των Γακίδηδων.  Στα  χρόνια  λοιπόν της κατοχής, ο μπουλουξής Βασίλης Στρατηγός, βρέθηκε στο διπλανό  Χαροκοπιό. Ο «ζεν πρεμιέ» του θιάσου το σκασε ξαφνικά και ο Στρατηγός έχρισε ηθοποιό τον νεαρό Λεμπέση, ο οποίος μετά από το βάπτισμα στη σκηνή εκεί στα πάτρια εδάφη, ακολούθησε το μπουλούκι, και τη μοίρα του. Τα έργα άλλαζαν κάθε βράδυ και οι μπουλουξήδες έπρεπε να έχουν το δικό τους ρεπερτόριο  και βεστιάριο. Ένα μπαουλάκι με ενδυμασίες. Φράκο,  φουστανέλα, κοστούμι, και ότι άλλο απαιτούσαν οι ρόλοι που έπαιζε. Χρήσιμα ήταν  και τα παράπλευρα ταλέντα. Τραγούδι, χορός, η γνώση κάποιου μουσικού οργάνου ακόμα και η καλλιγραφία. Κάποιος έπρεπε να ζωγραφίσει τις ταμπέλες και τις αυτοσχέδιες  σε χασαπόχαρτο αφίσες.  Όταν οι εισπράξεις ήταν καλές, είχαν γιορτή. Αφαιρούσαν τα έξοδα της παράστασης ( ενοίκιο θεάτρου, ναύλα,  υλικά σκηνικών κλπ) και το υπόλοιπο το διαιρούσαν σε ίσα ποσά. Αν υπήρχε εστιατόριο, έτρωγαν εκεί. Αν όχι, οι γυναίκες του θιάσου ετοίμαζαν το κοινό δείπνο. Αν όμως το ταμείο παρέμενε άδειο, άδειο έμενε και το στομάχι και ο θίασος κυριολεκτικά «έφευγε νύχτα» γιατί το πρωί θα έπρεπε να αντιμετωπίσει τα έξοδα!

Πόσα και πόσα δεν θα μπορούσε να αναφέρει κανείς και στο μαρτυρολόγιο των καραγκιοζοπαιχτών. Από τους πιο διάσημους μέχρι τους ασήμαντους και άγνωστους της αχανούς ελληνικής ενδοχώρας! Όταν οι δουλειές πήγαιναν καλά, ο καραγκιοζοπαίχτης είχε μαζί του βοηθούς, μαθητές και μικρή ορχήστρα με τραγουδιστή. Το ρεπερτόριο των τραγουδιών που συνοδεύουν τους ήρωες και τις ιστορίες του μπερντέ, είναι διάσημο. Στα δύσκολα όμως  μόνος του ο καραγκιοζοπαίχτης φτάνει για να στήσει το λευκό του σεντονάκι, την τρελή λάμπα του που θα δώσει υπόσταση στις σκιές, και   με  τη  μαστοριά του  θα ζωντανέψει   όλους τους ήρωες του θεάτρου σκιών. Αφηγείται η Αρετή, κόρη του σπουδαίου Αντώνη Μόλλα,  (περιοδικό «Θέατρο», τεύχος αρ. 10), μια ιστορία. Την περίοδο της κατοχής ο Μόλλας  έπαιζε στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, πλάι στις φυλακές Αβέρωφ. Κάποιο βράδυ παρουσιάζει  ένα πατριωτικό έργο. Ξάφνου μια περιπολία ιταλών, μπουκάρει στο θέατρο. Οι θεατές πάγωσαν. Απτόητος ο καραγκιοζοπαίχτης  συνέχισε. Το κοινό άρχισε πάλι να γελά και να χειροκροτεί. Τότε ο επικεφαλής μπαίνει στο χώρο πίσω απ τον μπερντέ. Τα χασε όταν είδε ότι μόνος ένας άνθρωπος μιλούσε για όλες αυτές τις φιγούρες αλλάζοντας περίτεχνα φωνές και ύφος. Ο Μόλλας είχε πέσει σε  κολονέλο θεατρόφιλο που του  εξέφρασε τον θαυμασμό του και του ζήτησε να βγάλει το έργο από το ρεπερτόριο, γιατί  φέρνει και τον ίδιο σε δύσκολη θέση.

Όπου γάμος και χαρά τέλος, εκεί και ο μουσικάντης. Με ήλιο, με βροχή με κρύο ή ζέστη θα πρέπει να πάει στο πανηγύρι, τον γάμο, τη βάφτιση, παντού όπου τον χρειασθούν. Ακόμα και σε κηδείες, γιατί υπάρχουν πάντα οι μερακλήδες που θέλουν να αποχαιρετήσουν αυτόν τον κόσμο με τη συνοδεία  του αγαπημένου τους σκοπού. Ωράριο  δεν υπάρχει. Ξεκινούν από νωρίς και παίζουν  έως το άλλο πρωί τουλάχιστον. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που τα εικοσιτετράωρα διπλώνουν!  Αμοιβή, η λεγόμενη «χαρτούρα». Πληρώνει αυτός που χορεύει. Αν τον πάει λοιπόν η κομπανία σωστά και τον  απογειώσει, θα του πάρει το πορτοφόλι, που συνήθως μέσα έχει την αξία μιας ολόκληρης  σοδιάς! Αν όχι, η κομπανία θα αρκεσθεί σε ψωμοτύρι και επιστροφή με το ΚΤΕΛ…

Και από πρακτορείο λεωφορείων σε τραίνα και καράβια οι μπουλουξήδες, οι μουσικάντηδες και  οι  καραγκιοζοπαίχτες ταξιδεύουν μεταφέροντας αρχαία νήματα  στο σήμερα. Όπου τους βρείτε, καταδεχτείτε τους . Και ας μην σας έχουν μιλήσει γι αυτούς έγκριτες στήλες, κριτικοί και  πανεπιστημιακοί…

Δημοσιεύθηκε στην ΑΥΓΗ στις 6/6/2014