EΚΔΡΟΜΗ ΜΕ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΓΙΩΡΓΟ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟ
Του Πάνου Σκουρολιάκου
Ποιος είπε ότι οι ποιητές είναι βαρετοί στις εκδρομές; Ότι πλήττεις ταξιδεύοντας μαζί τους; Σας βεβαιώ πως το ταξίδι με τον ποιητή Γιώργο Μαρκόπουλο, είναι πραγματικά υπέροχο. Αναφέρομαι στην επιλογή από το συνολικό έργο του: «Ποιήματα 1968-2010» (Εκδόσεις «Κέδρος»). Δεν μιλώ βεβαίως ως βιβλιοκριτικός, αλλά μόνον ως συνταξιδιώτης.
Ο Γ.Μ., έχει εκδώσει εννέα ποιητικές συλλογές, ένα πεζό, τέσσερα δοκίμια, και άλλα δύο βιβλία για ποιήματα και ποιητές. Το 1996 του απονεμήθηκε το Βραβείο Καβάφη στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, το 1999 και το 2011 το Κρατικό Βραβείο Ποίησης, ενώ το 2011 πάλι, τιμήθηκε με το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών από το Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη για το σύνολο του έργου του.
Η εκδρομή ξεκίνησε το 1974, και τίποτα από όλα αυτά δεν είχε συμβεί τότε. Ο Μαρκόπουλος ήταν ένας φοιτητής της Ανωτάτης Βιομηχανικής του Πειραιά, που είχε εκδώσει εν μέσω δικτατορίας και μεταπολίτευσης δύο ελπιδοφόρες ποιητικές συλλογές. Τον συνάντησα στο Θεατρικό Τμήμα της ΑΣΟΕΕ όπου φοιτούσα. Πειραματιζόμασταν αυτοσχεδιάζοντας πάνω σε μονόπρακτα του εικονοκλάστη συγγραφέα Γιώργου Μανιώτη. Δυστυχώς το Θεατρικό μας δεν ευτύχησε. Διαλυθήκαμε, αλλά εγώ είχα αποκτήσει έναν φίλο με τον οποίο συζητούσαμε στα παγκάκια του Πεδίου του Άρεως και της πλατείας Βικτωρίας όπου ο Γιώργος από τότε και έως σήμερα κατοικεί.
Τα ποιήματά του τα διέκρινε πάντα ένα υψηλότατο γούστο, και μια χυμώδης λαϊκότητα ταυτόχρονα. Αντλούσε το υλικό του και μιλούσε για πράγματα κοινά και καθημερινά, χωρίς να υποχωρεί χάριν κάποιας αναγνωσιμότητας ή αναγνώρισης.
Γεννήθηκε στην Μεσσήνη της Πελοποννήσου. Και φέρει υπερηφάνως την καταγωγή του. Στο ποίημα «Ζιγκουάλα – Αθήνα» με νωπές τις μνήμες της μετεμφυλιακής εποχής, γράφει «… κουκουλοφόροι και ραβδάτορες της τρισενδόξου Μεσσηνίας». Η οικογένειά του έρχεται στην Αθήνα. «Αθήνα, πόλη επική και χαμένη./ Εκείνοι που παίρνουν βιαστικοί/το τελευταίο τραίνο της νύχτας σου / έχουν μια θλίψη στα μάτια. / Κάνουν πρωτοχρονιά στους δρόμους» . Μιλάει και για τον πατέρα, που επιστρέφει πολλές φορές στο έργο του. Ο κύριος Παναγιώτης. Ένας γλυκύτατος πράος άνθρωπος που στη Μεσσήνη, έπαιζε στην φιλαρμονική τζένις. Ένα αθώο, ταπεινό πνευστό… «Ο πατέρας μου έφαγε μια ζωή να φτιάξει ένα σπίτι./ Απογεύματα, γιορτές στο κουζινάκι/ χωρίς ένα γλυκό ή ένα καφενείο». Κρύφτηκε λοιπόν στις πολυκατοικίες του κέντρου των Αθηνών η οικογένεια, για να περάσει απαρατήρητη. Να όμως που τα γεννήματα αυτών των χρόνων έδωσαν ποιήματα ακριβά και αγαπημένα στους φίλους της ποίησης. Είναι η εποχή της συλλογής «Οι Πυροτεχνουργοί» που εκδόθηκε από το «Τραμ» της Θεσσαλονίκης. Ένα τόσο δα βιβλιαράκι, που μας κατέκτησε! Καμαρώσαμε οι φίλοι όταν έγκυρες εφημερίδες στον απολογισμό της πρωτοχρονιάς, το είχαν ανάμεσα στα σημαντικά της ποιητικής συγκομιδής της χρονιάς που πέρασε!
Μετά ο Γιώργης είχε όλες τις ευκαιρίες να πορευτεί σε πιο άνετους δρόμους. Πολλοί ομότεχνοί του το έκαναν. Βολεύτηκαν σε θέσεις κι αξιώματα, εκποιώντας την ποιητική τους προίκα. Ο Μαρκόπουλος έγινε ένας απλός δημόσιος υπάλληλος, παρέμεινε στη γειτονιά του, κυκλοφορούσε στη λαϊκή αγορά και στου «Φινόπουλου» για ένα ποτό «Διάφορο», κράτησε φιλίες, τίμησε τους ομότεχνους, και είχε λατρεία με τους «Ποιητές που πέθαναν άγνωστοι» όπως λέει κι ό ίδιος.
Στην «Ιστορία του ξένου και της λυπημένης» πάντα στη δική του περιοχή αισθητικά, σκαλίζει τις σχέσεις του με τους ανθρώπους. Νομίζω πως εδώ η γυναίκα κυριαρχεί: «Ήταν κρυφά δακρυσμένη με το στήθος της γυμνό / και τα μαλλιά της λυμένα». Και στην ίδια συλλογή , η «Ωδή στον παίκτη της ΑΕΚ και της Εθνικής Χρήστο Αρδίζογλου»: «Θα υμνήσω γιατί το παιδί αυτό/…/ … παρά την υπεροψία της νεότητάς του / εκράτησε ενός λεπτού στα μυστικά σιγή/ για όσους βετεράνους δεν επέτυχαν το γκολ σε κρίσιμη στιγμή».
Είναι η εποχή που ο Γιώργος με εμψυχώνει να μη φοβηθώ τις επαγγελματικές προκλήσεις στο θεατρικό σανίδι, αρκεί να κρατήσω την αθωότητα της νιότης. Μιλάγαμε ώρες όχι στα παγκάκια πια, αλλά στα τηλέφωνα ανάμεσα στις ασχολίες μας. Και μαζί ο αξέχαστος και ακριβός κοινός μας φίλος ποιητής Γιάννης Βαρβέρης.
Ακολουθεί η συλλογή «Μη σκεπάζεις το ποτάμι». Πλάι στη γνώριμη θεματολογία του, συνυπάρχει και μια σειρά ποιητικών επιστολών προς τον ποιητή Δ. Π. Παπαδίτσα τον οποίο ο Γιώργος αγαπούσε και θαύμαζε πάντα. Και ακόμα, μια σειρά πεζά ποιήματα, όπου εδώ ο ποιητής στ αλήθεια απογειώνει την τέχνη του!
Στον «Κρυφό Κυνηγό» η ουσία επιβάλλεται στις χειμαρρώδεις ευαισθησίες και καταγράφεται μια περιπέτεια που είχε με την υγεία του ο ποιητής. Με αξιοπρέπεια, ψυχραιμία, ματιά που φτάνει στο μεδούλι των πραγμάτων.
Ο Γιώργος Μαρκόπουλος είναι πάντα παρών, δημιουργικός και αισιόδοξος. Ως «Βικτωριανός» (κάτοικος της ομώνυμης πλατείας δηλαδή) κινείται εκεί γύρω για να γυρίσει γρήγορα στο σπίτι του όπου δίνει μάχες με τις λέξεις, τις αναμνήσεις, τα οράματα, τους φίλους που συνομιλεί στο τηλέφωνο, ή τους άλλους που φύγανε, και που τους συναντά σε διαστάσεις που μόνο οι ποιητές γνωρίζουν.
Αν διαβάσει κανείς τα «Ποιήματα 1968-2010» , το πιο πιθανό είναι να μην συναντήσει σε αυτά τίποτα από όσα έγραψα πιο πάνω. Ένα είναι σίγουρο. Θα ξεκλειδώσει δικούς του κόσμους και θα κάνει τη δική του εκδρομή, όπως αυτή που κάνω και εγώ βαδίζοντας πλάι στα ποιήματα αυτά, σαράντα χρόνια τώρα…
(Δημοσιεύθηκε στην ΑΥΓΗ στις 9/8/2014)