Πρωτόπαιξα στην Κύπρο το καλοκαίρι του 1979, όταν με το «Αμφι – Θέατρο» του Σ. Α. Ευαγγελάτου παρουσιάσαμε στη Λευκωσία τη «Λυσιστράτη» του Αριστοφάνη. Στη μεγαλόνησο υπήρχε τότε ο κραταιός πάντα ΘΟΚ και κάποιες μικρές θεατρικές μονάδες. Η Κύπρος ήταν πάντα αγαπημένος προορισμός του ελλαδίτικου θεάτρου. Οι περιοδείες, λοιπόν, εκεί ήταν πάντα ένα ευπρόσδεκτο γεγονός. Από τη γέννησή του, το θέατρο αναζητούσε το κοινό του. Ο Θέσπις ανέβαινε στο «άρμα» του, στο κάρο δηλαδή, με όλα τα συμπράγκαλα της τέχνης, μάσκες, προβιές, πολύχρωμα υφάσματα, ρόπαλα, καλάθια και ό,τι άλλο απαιτούσε η παράσταση, και γύρναγε τα χωριά γύρω από την Αθήνα, προσφέροντας την τέχνη του, «στο χωριό σας» ή «στην πόλη σας» όπως φαντάζομαι θα διαλαλούσε και ο τελάλης του. Βεβαίως υπήρχαν και τα μεγάλα πέτρινα θέατρα. Το θέατρο του Διονύσου κάτω από την ακρόπολη των Αθηνών, εκείνο της Επιδαύρου, της Χαιρώνειας, του Θορικού στην Αττική, το Κούριο στην Κύπρο, το θέατρο της Δωδώνης, του Δίου στη Μακεδονία, της Θάσου, και άλλα, τόσα πολλά ων ουκ έστιν αριθμός! Σε αυτά τα θέατρα, παράσταιναν οι θεατρίνοι κατά τη διάρκεια μεγάλων εορτών και θρησκευτικών πανηγύρεων. Όταν το «φεστιβάλ» τελείωνε, ο θίασος θα έπρεπε να αναζητήσει «μεροκάματο» αλλού. Και στο πέρασμα των αιώνων, οι θεατρίνοι συνέχισαν να αναζητούν το κοινό όπου αυτό ζούσε και δημιουργούσε.
Ο Μολιέρος έφαγε κυριολεκτικά την επαρχία με το κουτάλι έως ότου στεριώσει στην πρωτεύουσα, το Παρίσι δηλαδή, παίζοντας τις ανεπανάληπτες κωμωδίες του. Αυτός βέβαια είχε και ένα άλλο «κουσούρι» που καθυστέρησε την καταξίωσή του. Πίστευε πως ήταν δραματικός ηθοποιός, και επέμενε να παίζει [κάκιστα, όπως διασώζουν μαρτυρίες] ρόλους και παραστάσεις τραγωδιών, με… τραγικά αποτελέσματα. Και μετά όμως, ώς τις μέρες μας, οι θεατρίνοι περιοδεύουν πασχίζοντας να προσφέρουν παραστάσεις που θα ενδιαφέρουν το κοινό.
Ένα μεγάλο κεφάλαιο σ’ αυτή την ιστορία είναι και το «προλεταριάτο» των ηθοποιών και θιάσων, τα κοσμαγάπητα «μπουλούκια». Θεατρικές παρέες που πάσχιζαν, με τα ελάχιστα μέσα, να σταθούν, αναζητώντας κοινό σε μικρά χωριά, και στήνοντας τα πατάρια τους σε αποθήκες, καφενεία, ακόμα και στο ύπαιθρο. Σε κάποιο μεγάλο «τσαντίρι» ή κάτω από τα αστέρια, κυριολεκτικά. Η αμοιβή τους πενιχρή, που συχνά μεταφραζόταν σε είδος. Αβγά, τυρί, ψωμί. Παράλληλα με τα μπουλούκια, με την ίδια αγωνία θίασοι με σπουδαία ονόματα της πρωτευούσης επισκέπτονταν τις πόλεις στην περιφέρεια, όπου έμεναν έως και έναν μήνα, παρουσιάζοντας ένα ρεπερτόριο από όσα έργα είχαν παρουσιάσει στην Αθήνα. Κοτοπούλη, Βεάκης, Κατράκης, Χορν, Λαμπέτη και άλλοι μεγάλοι ηθοποιοί. Στη Θεσσαλονίκη, την Τρίπολη, την Πάτρα, τη Λαμία, τη Λάρισα, την Καστοριά, παντού. Και από παλιότερα στα κέντρα του ελληνισμού. Στην Κύπρο, όπως προείπαμε, αλλά και στην Αλεξάνδρεια, το Κάιρο, την Κωνσταντινούπολη, τις ΗΠΑ, την Αυστραλία.
Τα δημοτικά περιφερειακά θέατρα, πριν τα εξαφανίσει η πολιτιστική πολιτική των μνημονίων αλλά και αυτών που κυβερνώντας έστρωσαν το έδαφος για τα μνημόνια, δημιούργησαν τις δικές τους επαφές με το κοινό της περιοχής τους. Χειμώνα καλοκαίρι, δεκάδες θεατρικές παραγωγές περιοδεύουν παίζοντας παντού. Σε μια γκάμα χώρων από την Επίδαυρο και το Κούριο, μέχρι το προαύλιο του Γυμνασίου της Ελασσόνας και από το θέατρο Βράχων του Βύρωνα μέχρι το θεατράκι της Ποτειδάνιας των εκατόν πενήντα κατοίκων. Παραστάσεις που οργανώθηκαν για το φεστιβάλ Επιδαύρου, για αθηναϊκές αίθουσες και άλλες, το ίδιο ή λιγότερο φιλόδοξες.
Η «περιοδεία», λοιπόν, είναι βασικός παράγων στη ζωή του θεατρίνου. Από τον πιο λαϊκό έως τον πιο εστέτ, έχει ταξιδέψει, έχει ντυθεί σε κάποιο άβολο καμαρίνι ενός επαρχιακού θεάτρου, έχει πασχίσει σε αντίξοες συνθήκες να προσφέρει το καλύτερό του. Θυμάμαι, παίζοντας με το «Θεσσαλικό Θέατρο» στα Σέρβια Κοζάνης, για να αφήσουμε τον ελαχιστότατο χώρο στις κυρίες του θιάσου, αλλάξαμε έξω από το κινηματοθέατρο, στο πίσω μέρος του, πάνω στο χιόνι.
Η προετοιμασία της παραγωγής στο επίπεδο της επικοινωνίας είναι το παν. Ένας «προπομπός» μπορεί να εξασφαλίσει πολλά εισιτήρια σε μια κακή παράσταση, ή να χαντακώσει μια καλή! Πολλά τα ευτράπελα εδώ. Μετά τη μεταπολίτευση, το «Θεατρικό Εργαστήρι Θεσσαλονίκης» είχε ανεβάσει το «Μικρό Μαχαγκόνυ» του Μπέρτολτ Μπρεχτ. Ναι, ήταν η εποχή που η επαρχία «έφαγε τον Μπρεχτ με το κουτάλι». Ενόψει λοιπόν της παράστασης σε κάποιο χωριό, οι νέοι του πολιτιστικού συλλόγου πήραν το αγροτικό αυτοκίνητο με την ντουντούκα και ανακοίνωναν πως στην τάδε του μηνός «Το Θεατρικό Εργαστήρι Θεσσαλονίκης θα παρουσιάσει το έργο του Μπρεχτ: ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΜΑΣ ΑΓΓΟΝΙ»! Το Μαχαγκόνι έγινε αγγόνι λοιπόν, γιατί προφανώς η τηλεφωνική επικοινωνία όπου δόθηκαν οι πληροφορίες είχε… παράσιτα. Ο ίδιος θίασος είχε κι άλλη περιπέτεια με τον ίδιο συγγραφέα. Στην αφίσα μιας παραγωγής υπήρχε το όνομά του ως Μ. Μπρεχτ. Κατέφθασε λοιπόν πριν από την παράσταση σε μια μικρή πόλη ο τοπικός αντιπρόσωπος της Εταιρείας Θεατρικών Συγγραφέων για να εισπράξει το ποσοστό. Αφού μελέτησε την αφίσα, με τη σιγουριά του επαγγελματία, ζήτησε από τους ηθοποιούς να του πουν ποιος είναι ο κύριος Μιχάλης Μπρεχτ! Έτσι το εξέλαβε εκείνο το Μ ο άνθρωπος. Ως Μιχάλης! Σε μια παράσταση πάλι ενός ΔηΠεΘε με τον «Ρινόκερο» του Ιονέσκο, οι θεατές βγήκαν ιδιαίτερα προβληματισμένοι και απογοητευμένοι. Όχι βέβαια από τα μηνύματα του συγγραφέα ή από το επίπεδο του θεάματος. Απογοητεύθηκαν γιατί ενώ περίμεναν υπομονετικά, τελικά ο Ρινόκερος δεν εμφανίστηκε! Στο ΔηΠεΘε Ρούμελης ανεβάσαμε κάποτε ένα ωραίο έργο της Μαίρη Τσαίης με τίτλο «Χάρβευ – Εγώ και το κουνέλι». Η παράστασή μας έγινε ευμενώς δεκτή, αλλά η διαφήμιση ήταν απαραίτητη. Περνώντας η «ντουντούκα» μας έξω από ένα χωριό και διαλαλώντας «Χάρβευ – Εγώ και το κουνέλι», αντιλαμβάνεται μια γιαγιά, που κάνει απεγνωσμένα σήματα, για να σταματήσει το αυτοκίνητο. Έτσι και έγινε. «Τι θες να μάθεις γιαγιά; Τις ώρες των παραστάσεων;». «Όχι, παιδάκι μου. Αυτά τα κουνέλια που έχεις, τι ράτσα είναι;»! Και, τέλος, μια ιστορία από το μπουλούκι της οικογένειας Παπαδοπούλου. Ήταν αμέσως μετά τον εμφύλιο όπου καθετί αριστερό πήγαινε πάραυτα «διακοπές» στη Μακρόνησο. Το μπουλούκι φθάνει σε ένα κεφαλοχώρι και δίνει το κείμενο της «διαφήμισης» γραμμένο σε ένα χαρτί στον ντελάλη του χωριού: «Απόψε στην πόλη σας δώδεκα ΑΡΙΣΤΟΙ ηθοποιοί εξ Αθηνών θα παρουσιάσουν την Γκόλφω». Ενώ ετοιμάζουν τα σκηνικά, έντρομοι τον ακούν να διαλαλεί: «…δώδεκα ΑΡΙΣΤΕΡΟΙ ηθοποιοί…». Ευτυχώς πρόλαβαν και τον μάζεψαν πριν τους μπουζουριάσουν. Το πιο μικρό θεατρικό μπουλουκάκι, λοιπόν, αλλά και ο μεγαλύτερος θίασος ρεπερτορίου σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης αναζητούν το κοινό, όπου κι αν βρίσκεται αυτό. Αλλού με καλές κι αλλού με κακές συνθήκες έρχονται να κοινοποιήσουν την τέχνη τους και να συνομιλήσουν με το κοινό μέσω του θεατρικού γεγονότος για όσα καλά ή δύσκολα αντιμετωπίζει ο άνθρωπος στην άλλη, τη μεγάλη, σκηνή της πραγματικής ζωής.
Έχετε τον νου σας, λοιπόν, γιατί το θέατρο κι αν δεν είναι αυτήν τη στιγμή εκεί δίπλα σας, όπου να ‘ναι θα περάσει!…
Δημοσιεύθηκε στο πολιτιστικό ένθετο ΠΑΡΑΘΥΡΟ της εφημερίδας ΠΟΛΙΤΗΣ της Κύπρου, στις 10/3/2014