Χρώματα και υφάσματα στο αρχαίο δράμα

Το Θέατρο ως υπόθεση συνόλου συγκεντρώνει πολλές τέχνες για το τελικό αποτέλεσμα, που είναι το γεγονός της παράστασης. Το οπτικό ζωντάνεμα των επιλογών του σκηνοθέτη, η μορφή που δίνεται με τα χρώματα και τις κατασκευές σε σκηνικά αλλά και στα κοστούμια των ρόλων είναι ένας από τους άξονες που στηρίζουν και κινούν το οικοδόμημα της σκηνικής πραγμάτωσης του γραπτού λόγου που πρέπει να γίνει ήχος, κίνηση, μουσική, εικόνα.

Στην περιοχή της αναβίωσης του αρχαίου δράματος στο ελληνικό θέατρο, η σκηνογραφία συνόδευσε το σκηνικό γεγονός από την πρώτη στιγμή της γέννησής του.

Στις αρχές του 20ού αιώνα δύο σοβαρές θεατρικές μονάδες, η «Νέα Σκηνή» του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου και το «Βασιλικό Θέατρο» με εμψυχωτή τον Θωμά Οικονόμου, δίνουν ιδιαίτερο βάρος στο εικαστικό μέρος. Οι δύο αυτοί σκηνοθέτες υπηρετούν ο καθένας την προσωπική του αισθητική γραμμή, και σε αυτήν εντάσσουν και τον νεοεμφανιζόμενο τομέα της Σκηνογραφίας – Ενδυματολογίας. Ο Χρηστομάνος ανεβάζει το 1901 την «Άλκηστη» του Ευριπίδη. Επιμελείται ο ίδιος τα σκηνικά και τα κοστούμια. «Το σκηνογράφημα στο σύνολό του ακολούθησε την αίσθηση που είχε το σκηνικό της Γαλλικής Κωμωδίας για τον Οιδίποδα Τύραννο του Μουνέ Σουλλύ, αλλά η όψη του ήταν Μινωική» (εφημ. «Άστυ», 23.11.1901). Άλλες περιγραφές, αναφέρουν ότι τα κοστούμια ήταν πολυτελέστατα και καλαίσθητα. Ο Άδμητος φορούσε χιτώνα μενεξεδένιο με χρυσά κεντήματα. Ο Ηρακλής παρουσιάσθηκε σαν πιστό αντίγραφο από αρχαίο αγγείο ενώ ο Απόλλων φορούσε ένδυμα ανοιχτόχρωμο και αστραφτερό.

Δύο χρόνια μετά (1903), στο «Βασιλικό Θέατρο» ο Οικονόμου παρουσιάζει μεταφρασμένη στα νεοελληνικά την «Ορέστεια». Είναι η παράσταση που προκάλεσε τα «Ορεστειακά», με πρωταγωνιστές φοιτητές του Μυστριώτη που δεν ενέκριναν άλλη γλώσσα για την αναβίωση της τραγωδίας, παρά μόνον την αρχαία. Η εφημερίδα «Εστία» (17.7.1903) μας πληροφορεί ότι το σκηνικό και τα κοστούμια θα έρθουν από την Γερμανία και ότι «…θα ανεβαστεί μετά μεγίστης σκηνικής πολυτελείας… αι σκηνογραφίαι… της Μυκηναϊκής αρχιτεκτονικής, το άρμα του Αγαμέμνονος καθώς και σκεύη, ξίφη, δόρατα, θώρακες πανοπλίες… παρηγγέλθησαν… εις την Γερμανίαν». Σε αυτήν την περίπτωση βέβαια δεν μπορεί να γίνει λόγος για Έλληνες σκηνογράφους.

Μνημειακή και η συμβολή της Εύας Πάλμερ – Σικελιανού, στην όψη του «Προμηθέα Δεσμώτη» των «Δελφικών Εορτών» του ζεύγους Σικελιανού. Το σκηνικό όπου ήταν δεμένος ο Προμηθέας , οι μάσκες, και τα κοστούμια τα υφασμένα στους χωριάτικους αργαλειούς του Παρνασσού εντάσσονται στους θεμέλιους λίθους της ελληνικής Σκηνογραφίας και Ενδυματολογίας .

Μέγας αριθμός σπουδαίων σκηνογράφων και ενδυματολόγων αναδείχθηκε από τότε, καταθέτοντας πλήθος σημαντικών έργων. Συνέβαλλαν όλοι αυτοί οι «εικαστικοί» της Συντεχνίας του Θεάτρου στην εξέλιξη και στην άνθιση του ελληνικού θεάτρου και ιδιαίτερα στην περιπέτεια της σκηνικής απόδοσης του αρχαίου δράματος.

Οι Έλληνες σκηνογράφοι, έχουν την τύχη και την ευλογία να ζουν και να δημιουργούν στον τόπο τη γλώσσα και τα κτίσματα όπου γεννήθηκαν οι τραγωδίες και κωμωδίες τις οποίες καλούνται να υπηρετήσουν. Μετά το 1954, που οι παραστάσεις δίνονται σε αρχαία θέατρα, εργάζονται στους ίδιους χώρους όπου καλλιεργήθηκε το είδος από την πρώτη στιγμή της γέννησής του. Επίδαυρος, Κούριο, Δωδώνη, Φίλιπποι και τόσα άλλα υπαίθρια θέατρα τους φιλοξενούν, κι αυτοί πλάθουν παράδοση στην εικαστική πλευρά της παρουσίασης του αρχαίου δράματος.

Η συντεχνία των σκηνογράφων – ενδυματολόγων, δεχόμενη συνεχώς νέες «αφίξεις» πλούτιζε σε ποικιλία, προβληματισμό και πρωτοπορία. Πολλοί επιτυχημένοι ζωγράφοι της γενιάς του ΄30, μεταπηδούν στο θέατρο δίνοντάς μας εξαίσιες όψεις. Μόραλης, Διαμαντόπουλος, Τσαρούχης, Εγγονόπουλος, Χατζηκυριάκος -Γκίκας μερικοί από αυτούς που έφεραν μια νέα, αντιακαδημαϊκή, φρέσκια ατμόσφαιρα. Μετά το 1950 δημιουργούν οι Βακαλό, Βασιλείου, Αργυράκης, οι Διόσκουροι Κλώνης και Φωκάς στο Εθνικό Θέατρο, για να ακολουθήσουν οι Μυταράς, Φασιανός, Βασίλης και Διονύσης Φωτόπουλος, Πάτσας, Χαρατσίδης, Παρτζίλης, Αγγελή, Πατρικαλάκης, Κόκος, Μετζικώφ, Κατζουράκης, Βέττας, Ζαρίφης, Παπαντωνίου, Ζιάκας και τόσοι άλλοι.

Οι Έλληνες σκηνογράφοι – ενδυματολόγοι που διακονούν το αρχαίο δράμα, συνομιλούν αυθεντικά με αυτό. Με μέτρο, φαντασία και έμπνευση έδωσαν και δίνουν σπουδαίες εργασίες υπηρετώντας και απογειώνοντας παραστάσεις και ερμηνείες. Ιστορικά έχουν μείνει πολλά σκηνικά και κοστούμια όλα αυτά τα χρόνια. Σε κάποιες περιπτώσεις επεκράτησαν ως ασυναγώνιστοι πρωταγωνιστές πολλών παραστάσεων.

Είναι οι συνεχιστές των αρχαίων εκείνων ζωγράφων των δραματικών αγώνων στα Λήναια, τα Διονύσια, κοντά στον Θέσπη, τον Χριστομάνο και τον Οικονόμου, τον Ροντήρη, τον Κουν, τον Σολωμό, τον Βολανάκη, τον Μινωτή και τόσους, μα τόσους πολλούς άλλους σπουδαίους του Θεάτρου μας.

Βιβλιογραφία: Γ. Βακαλό : «Σύντομη ιστορία της Σκηνογραφίας» (Εκδ. «Κέδρος» – 1979)

«Έλληνες Σκηνογράφοι – Ενδυματολόγοι και Αρχαίο Δράμα» (Τμ. Θεατρικών Σπουδών Πανεπιστημίου Αθηνών – υπουργείο Πολιτισμού – Αθήνα 1999).

Πηγή: Η Αυγή