1821: Το θέατρο, πριν και μετά

1821: Το θέατρο, πριν και μετά

Άρθρο στην Εφημερίδα των Συντακτών

Στην προετοιμασία της Επανάστασης του ’21, μαζί με τους κλεφταρματολούς, τους καραβοκύρηδες, τους διανοούμενους της Διασποράς και πολλούς άλλους, συμμετοχή είχε και ο κόσμος του θεάτρου. Ηταν μάλιστα ευκαιρία στην πορεία προς την ελευθερία να ζωντανέψει ξανά η αρχαία τέχνη του Διόνυσου, που στην ελληνική γλώσσα είχε σιγήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Μετά τα κλέη των κλασικών χρόνων, τις τραγωδίες και τις κωμωδίες των μεγάλων ποιητών, έρχονται ως κατακτητές οι Ρωμαίοι και η δημοκρατία, η κοινωνία και το θέατρο παρακμάζουν. Οι Ρωμαίοι παραδίδουν στους Βυζαντινούς ένα «Θέατρο Ποικιλιών», όπως θα το λέγαμε σήμερα. Χυδαία αστεία, σαλτιμπάγκοι και εταίρες στο δυναμικό του το είχαν καταστήσει μια διασκέδαση φτηνού γούστου για τον «όχλο».

Κατά τα βυζαντινά χρόνια, το θέατρο δεν παρακμάζει μόνο, αλλά γίνεται μια τέχνη απαγορευμένη. Η παντοδύναμη κρατική Ορθοδοξία του Βυζαντίου επιφυλάσσει μια ακόμα πιο δυσάρεστη τύχη στο άλλοτε ψυχαγωγικό, διδακτικό και δημιουργικό γέννημα του ανθρώπινου νου και της ψυχής. Η Ορθοδοξία, ως το επίσημο δόγμα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, στέκεται με αυστηρότητα απέναντι στο θέατρο παρακμής που παρέλαβε από τους Ρωμαίους.

Σύμφωνα με τη Σύνοδο της Λαοδικείας (360 μ.Χ.), οι ηθοποιοί γίνονται δεκτοί στην εκκλησιαστική κοινότητα αφού πρώτα αλλάξουν επάγγελμα. Για τους παντομίμους (τους θεατρίνους δηλαδή) ισχύει το επιτίμιο της αποχής από τη θεία μετάληψη. Υπάρχει μάλιστα και κατάλογος για τους «αποβλητέους» από τη χριστιανική κοινότητα: ο επί σκηνής εμφανιζόμενος ανήρ ή γυνή, ο χοραύλης, ο κιθαριστής, ο την όρχησιν επιδεικνύμενος κ.ά. Οι κληρικοί οι οποίοι τελούν το μυστήριο του γάμου θα πρέπει να αποχωρούν πριν αρχίσουν να παίζουν μουσικά όργανα ή να χορεύουν, και μάλιστα πριν εμφανιστούν «θυμελικοί» (ηθοποιοί). Υπάρχει λοιπόν μια περίοδος «θεατρικής σιωπής» για αρκετούς αιώνες.

Η εποχή του διαφωτισμού

Τα χρόνια περνούν και στις χώρες της Ευρώπης εμφανίζεται το σπουδαίο πνευματικό κίνημα του Διαφωτισμού. Ο αγώνας για την κατοχύρωση των ατομικών ελευθεριών και την καταδίκη της τυραννίας συγκίνησε μεγάλο αριθμό ανθρώπων της ευρωπαϊκής ηπείρου και όχι μόνο. Συγκίνησε και Ρωμιούς της Διασποράς, που εκεί ανακαλύπτουν και μια πλούσια δεξαμενή θεατρικών έργων με θέματα από την Αρχαία Ελλάδα γραμμένα από ξένους διαφωτιστές. Εμπνεόμενοι από τους αρχαίους τραγικούς ποιητές και αποδεχόμενοι τους αριστοτελικούς κανόνες οι Ιταλοί κατ’ αρχήν δραματουργοί δίνουν έργα κυρίως αρχαιόθεμα, που δημιούργησαν μια νέα εποχή όχι μόνο για το ιταλικό, αλλά για το παγκόσμιο θέατρο.

Το πρώτο σημαντικό έργο αυτού του είδους ήταν η «Μερόπη» του Scipione Maffei. Ο Pier Lacopo Martello πασχίζοντας να χαράξει μια κατεύθυνση για την ιταλική τραγωδία, καταφεύγει και αυτός στην αρχαία ελληνική γραμματεία, δίνοντάς μας έργα εμπνευσμένα από την αρχαιότητα, όπως την «Ιφιγένεια εν Ταύροις». Αυτός όμως που υπήρξε περισσότερο από όλους τους άλλους ο άμεσος δάσκαλος και ο εμπνευστής των Ρωμιών που μιλούσαν την ελληνική γλώσσα, ήταν ο Vittorio Alfieri.

Εδωσε 22 τραγωδίες οι οποίες θεωρούνται πρότυπο για την ιταλική γλώσσα και ταυτόχρονα πρόταση για την αφύπνιση της εθνικής συνείδησης των συμπατριωτών του. Μερικά από τα έργα του είναι τα: «Φίλιππος», «Πολυνίκης», «Αντιγόνη», «Ορέστης», «Τιμολέων». Και τα δάνεια από την αρχαία ελληνική γραμματεία επιστρέφουν σε αυτούς που μιλούν την εξέλιξη της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Γιατί οι Ελληνες, παρακολουθώντας τη θεατρική ζωή στην Ευρώπη και ερχόμενοι σε επαφή με τα έργα που προαναφέραμε, ανακαλύπτουν πως τα θέματά τους βασίζονται σε πρόσωπα και μύθους του πολιτισμικού και γλωσσικού παρελθόντος των ιδίων.

Επιδιώκοντας και αυτοί την αφύπνιση της εθνικής συνείδησης των συμπατριωτών τους, ανακαλύπτουν ξανά την αρχαία Ελλάδα και τους αρχαίους προγόνους. Κατ’ αρχάς μελετούν αυτά τα έργα και στη συνέχεια αποτολμούν να τα ζωντανέψουν στη σκηνή, μεταφρασμένα στη νεοελληνική γλώσσα της εποχής. Ο Alfieri είναι ο πρώτος συγγραφέας που ανεβαίνει στη -νεοελληνική πια- σκηνή, ακόμα πριν από την Επανάσταση του ’21. Ο Metastasio γράφει τον «Θεμιστοκλή» το 1794 που στα 1796 παίζεται πολλές φορές στην Οδησσό και το Βουκουρέστι στα ελληνικά.

Παραδουνάβιες ηγεμονίες

Ηταν οι παραδουνάβιες ηγεμονίες ο γενέθλιος τόπος της αναβίωσης του θεάτρου στην ελληνική γλώσσα μετά από αιώνες σιωπής. Η Ραλλού Καρατζά, κόρη του πρίγκιπα της Βλαχίας Ιωάννη Καρατζά, ίδρυσε τη Βασιλική Δραματική Εταιρεία, ανεβάζοντας έργα στην ελληνική γλώσσα. Φαναριώτες λόγιοι παίρνουν τη σκυτάλη γράφοντας νέα έργα στη μητρική τους γλώσσα. Ο Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός γράφει τα «Κορακιστικά» και την «Ασπασία» στα 1813 και την «Πολυξένη» στα 1814.

Μέσω του θεάτρου, λοιπόν, επιχειρείται η ενίσχυση της ελληνικής συνείδησης όλων όσοι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία μιλούσαν τα ελληνικά, σε όλες τις τοπικές τους εκδοχές. Ανεβαίνει στην Οδησσό στα 1818 ο «Φιλοκτήτης» του Σοφοκλή, ο «Θάνατος του Δημοσθένους» του Πίκκολου, τα έργα του Κοζανίτη Γεώργιου Λασσάνη «Αρμόδιος και Αριστογείτων» και «Ελλάς» ενώ στα 1820 παρουσιάζεται και ο «Τιμολέων» του Ιωάννη Ζαμπέλιου, έργο με σαφείς αντιτυραννικές αιχμές.

Επανάσταση!

Ηρθε, λοιπόν, η ώρα της Επανάστασης. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας, έχοντας προετοιμαστεί όχι σπουδαία είναι η αλήθεια, με τον Ιερό Λόχο σημαίνει την εξέγερση υψώνοντας τη σημαία στο Βουκουρέστι. Η ήττα στη μάχη του Δραγατσανίου στις 7 Ιουνίου διέψευσε τις πρώτες ελπίδες της Διασποράς. Ομως από την 25η Μαρτίου του ’21 η Επανάσταση είχε ξεσπάσει στην Πελοπόννησο με συμμετοχή Ρουμελιωτών, Ηπειρωτών, καραβοκύρηδων από τα νησιά και πολλών άλλων.

Από το σπουδαίο αυτό κάλεσμα για αγώνα υπέρ της ελευθερίας δεν έλειψε και ο κόσμος του θεάτρου. Οι ηθοποιοί της εποχής, παρ’ ότι ολιγάριθμοι, βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή. Πολλοί από αυτούς έχασαν τη ζωή τους μαχόμενοι για το ιδανικό της ελευθερίας. Ο μέγιστος των θεατρικών συγγραφέων του 19ου αιώνα, Μιλτιάδης Χουρμούζης, κατέβηκε στην Ελλάδα από την Κωνσταντινούπολη δεκαεπτά χρόνων και πολέμησε καθ’ όλο το διάστημα της Επανάστασης. Ελαβε μέρος σε ναυμαχίες με τον ναύαρχο Λάζαρο Μπρούσκο. Ο ίδιος μάς πληροφορεί ότι «εισεπήδησε στην Τριπολιτσά την ημέρα της αλώσεως». Αργότερα συμμετείχε στην πολιορκία του Ακροκορίνθου, σε επιχειρήσεις στο Αιγαίο, και ακόμα ο ίδιος πάλι γράφει ότι «σεμνύνεται διά τας πληγάς τας οποίας έλαβε καθ’ ην στιγμήν επληγώνετο κι ο Καραΐσκος» στη μάχη του Φαλήρου το 1827.

Στο ελεύθερο πια ελληνικό κράτος, ο Χουρμούζης γίνεται αξιωματικός της οριοφυλακής, πρόεδρος του Επαρχιακού Συμβουλίου Φθιώτιδος και εκλέγεται δύο φορές βουλευτής Φθιώτιδος. Αντιοθωνικός και πολέμιος των Βαυαρών που δυνάστευαν το νέο κράτος, αγωνίζεται στη Βουλή αλλά και με την πένα του δίνοντάς μας μερικά από τα πιο σημαντικά θεατρικά έργα αυτής της περιόδου. Αποκαλύπτοντας τον υπουργό Σπυρομήλιο ως καταχραστή δημοσίου χρήματος, συντελεί στη φυλάκιση του Χιμαριώτη αγωνιστή. Οταν ο Σπυρομήλιος βγήκε από τη φυλακή, ο Χουρμούζης αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, απ’ όπου ξεκίνησε για να πολεμήσει την τυραννία των Τούρκων…

Αλλοι σημαντικοί θεατρίνοι επαναστάτες ήσαν: Ο Θεόδωρος Αλκαίος, με καταγωγή από τη Μυτιλήνη, που ήταν μυημένος στη Φιλική Εταιρεία. Το πραγματικό του όνομα ήταν Μεϊμάρογλου. Το 1801 βρέθηκε στο Ιάσιο και στην αυλή του ηγεμόνα Αλέξανδρου Μουρούζη όπου ανέπτυξε έντονη θεατρική δραστηριότητα. Εγραψε τα θεατρικά έργα: «Ο Θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη», «Πιττακός ο Μυτιληναίος» και «Η άλωσις των Ψαρών». Θανατώθηκε στις σφαγές του Αργους σε σύγκρουση μεταξύ Ελλήνων και Γάλλων. Υπήρξε γενάρχης μεγάλης οικογένειας θεατρίνων, με τελευταία την αξέχαστη Μαρία Αλκαίου.

Ο Γεώργιος Αβραμιώτης, ηθοποιός από την Οδησσό, σκοτώθηκε στην Πελοπόννησο το 1825. Ο Σπυρίδων Δρακούλης, που έπαιζε κι αυτός στην Οδησσό, ως μέλος του Ιερού λόχου του Υψηλάντη, στο Δραγατσάνι το 1821. Ο Γεώργιος Λασσάνης (1793-1870) είναι άλλος ένας ηθοποιός από την Οδησσό, με καταγωγή από την Κοζάνη, που αγωνίστηκε το ’21. Λόγιος και γραμματικός πολλών οπλαρχηγών, έγραψε θεατρικά έργα που είχαν ανέβει στην Οδησσό το 1819.

Στον αγώνα και ο Κωνσταντίνος Αριστίας, που πολέμησε επίσης με τον Ιερό Λόχο. Νωρίτερα, είχε σπουδάσει θέατρο στο Παρίσι με χορηγία του ηγεμόνα Καρατζά. Είναι αυτός που ίδρυσε τον πρώτο θίασο ελληνικού θεάτρου το 1825, πριν ακόμα δημιουργηθεί επισήμως ελληνικό κράτος. Εγραψε το έργο «Αρμόδιος και Αριστογείτων ή Παναθήναια», ενώ μετέφρασε έργα του Μολιέρου, διασκευάζοντάς τα στα «καθ’ ημάς». Επί Οθωνα έκανε μεγάλες επιτυχίες. Ο σκληρός ανταγωνισμός όμως του νεότευκτου τότε θεατρικού περιβάλλοντος στην Αθήνα έκανε τον αγωνιστή του ’21 να αποχωρήσει από την Ελλάδα αηδιασμένος και πικραμένος και να γυρίσει στο Βουκουρέστι όπου ίδρυσε το Ρουμανικό Εθνικό Θέατρο.

Στο νέο ελληνικό κράτος

Με τη δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους, το θέατρο έρχεται και στην Αθήνα. Λογικό είναι να ανεβαίνουν έργα εμπνευσμένα από τον αγώνα για την ελευθερία. Η προφορική παράδοση της συντεχνίας του θεάτρου μάς μεταφέρει πλήθος περιστατικών από την πρώιμη θεατρική ζωή στη νέα πρωτεύουσα. Λέγεται ότι σε μια παράσταση πατριωτικού έργου ενθουσιώδης ήταν από το κοινό η υποδοχή των φουστανελοφόρων επί σκηνής. Οταν όμως εμφανίστηκε επί σκηνής ο ηθοποιός που υποδυόταν έναν σαρικοφόρο Τούρκο, οι θεατές τον εξέλαβαν ως… αληθινό Τούρκο και οι πιστόλες πήραν φωτιά. Ευτυχώς ο καλός συνάδελφος γλίτωσε. Αγιο είχε!

Γεγονός είναι πως η θεατρική κίνηση στη νέα Ελλάδα ήταν εξαιρετικά φτωχή. Στην Αθήνα υπήρχε ένα μόνο θέατρο, του Σκοντζόπουλου, στη σημερινή πλατεία Ταχυδρομείου, στο σημείο όπου βρίσκεται η Εθνική Τράπεζα. Ιταλικοί λυρικοί θίασοι της κακιάς ώρας έδιναν παραστάσεις, με ένα σκηνικό για όλα τα έργα. Εφευγαν όταν οι κυρίες του θιάσου είχαν αποσπάσει αρκετές λίρες από μπαρουτοκαπνισμένους πρωτευουσιάνους και άρτι αφιχθέντες από την Εσπερία εγγράμματους ανώτερους δημοσίους υπάλληλους. Από κει και η φράση «ας πάει και το παλιάμπελο», που αποδίδεται σε έναν Αθηναίο, ο οποίος έχοντας ξοδέψει τα πάντα για χάρη της πρωταγωνίστριας, εκποίησε και το τελευταίο περιουσιακό του στοιχείο: το παλιάμπελο!

Και εκτός Ελλάδας

Η θεατρική δραστηριότητα εκτός του νέου ελληνικού κράτους συνεχίστηκε και μετά την Επανάσταση. Εμψύχωνε και ενθουσίαζε το κοινό σε περιοχές που δεν είχαν ελευθερωθεί. Το 1858, στην Κωνσταντινούπολη, ο Διονύσιος Ταβουλάρης ανεβάζει τον «Σαούλ» του Alfieri και στη συνέχεια τον «Αριστόδημο» του Monti. Η πρώτη παράσταση δόθηκε στο Μέγα Ρεύμα (Αρναούτκιοϊ) του Βοσπόρου.

Τη σκυτάλη παραλαμβάνουν στη συνέχεια Ελληνες δραματουργοί, που γράφουν και παρουσιάζουν τα έργα τους στο φιλοθέαμον κοινό, το οποίο με την παρότρυνση των διανοουμένων αλλά και του Οικουμενικού Πατριαρχείου αρχίζει να ενδιαφέρεται για το θέατρο. Πάντα, με στόχο την ομοιογενοποίηση των Ρωμιών και την καλλιέργεια εθνικής συνείδησης. Ο Αλέξανδρος Ζωηρός παρουσιάζει τους «Τριακοσίους» του και η «Βαβυλωνία» του Δ. Βυζάντιου βλέπει τα φώτα της σκηνής στην Κωνσταντινούπολη.

Υπήρχε βεβαίως πρόβλημα με μία κατηγορία απαγορευμένων θεατρικών έργων. Πρόκειται για εκείνα που μιλούσαν για αντίσταση και ονειρεύονταν μια ελεύθερη ζωή σε τμήματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ανέβαιναν αυτά τα έργα σχεδόν στα κρυφά, σε σαλόνια πλούσιων Ρωμιών, με ψεύτικους τίτλους, για προφανείς λόγους. Ετσι, ο «Μάρκος Μπότσαρης» ή ο «Καραϊσκάκης» ανεβαίνουν με παραπλανητικούς τίτλους όπως: «Ο ερωτευμένος γέρων και η κόρη». Οταν βεβαίως οι οθωμανικές αρχές είχαν πληροφορίες γι’ αυτές τις παραστάσεις, το «ρωμαίικο παλάτι» καιγόταν και οι ιδιοκτήτες καταδικάζονταν σε θάνατο.

Οι ανταγωνιστές του ρωμαίικου θεάτρου της Κωνσταντινούπολης ήταν οι γαλλικοί, ιταλικοί και εγγλέζικοι θίασοι που έπαιζαν στην Πόλη για τις πολυπληθείς κοινότητες των ομογενών τους. Το ρωμαίικο φιλότιμο με πείσμα, μεράκι και σοβαρότητα ανταγωνίζεται και συχνά «νικά» κατά κράτος τους «φράγκους».

Οι παραστάσεις πληθαίνουν και το Οικουμενικό Πατριαρχείο αντιμετωπίζει θετικά τη θεατρική δημιουργία. Στην εφημερίδα «Κωνσταντινούπολις» (αρ. φ. 1175/9-2-1872) διαβάζουμε ότι «πολλάκις (εδίδοντο) θεατρικαί παραστάσεις εντός του περιβόλου των εκκλησιών» και ότι «εντός της σκηνής και επί των ευρυτάτων εξεδρών πέριξ, επί πολυθρονών, ανεπαύοντο και ήκουον μετά συγκινήσεως τα διδάγματα οι μητροπολίται, αρχιεπίσκοποι και συνοδικοί του Πατριάρχου ημών, πηγαινοερχόμενοι με αμάξας –διά της δευτέρας γεφύρας του Κερατίου Κόλπου– από το Φανάριον».

Στην Κωνσταντινούπολη, λοιπόν, για πρώτη φορά οργανώνεται η συντεχνία των ηθοποιών σε επαγγελματική βάση. Και τούτο γιατί οι παραστάσεις ήταν πάρα πολλές, γεγονός που υποχρέωνε τους ερασιτέχνες ηθοποιούς να εγκαταλείπουν τις παλιές τους δουλειές –δάσκαλοι, τσαγκάρηδες, έμποροι– και να γίνονται επαγγελματίες ηθοποιοί. Σε αυτή τους βέβαια την «αλλαγή επαγγέλματος» συνέτεινε και το προσωπικό μεράκι για τη μαγεία της ζωής του θεάτρου.

Στη Σμύρνη, το άλλο μεγάλο κέντρο πολιτισμού της ρωμιοσύνης, στα χρόνια της Επανάστασης του ’21 δεν υπήρχε σημαντική ελληνική θεατρική κίνηση. Δίνονταν ερασιτεχνικές παραστάσεις στα γαλλικά ή τα ιταλικά. Μόλις το 1825 ανεβαίνει παράσταση στην ελληνική γλώσσα, με τον «Αρταξέρξη» του Μεταστάσιου. Αργότερα χτίζεται το πρώτο ελληνικό θέατρο, η «Ευτέρπη», όπου φιλοξενούνται ευρωπαϊκοί θίασοι αξιώσεων και το 1845 δίνεται η πρώτη ελληνική παράσταση με την ιταλική κωμωδία «Ο Μανιώδης».

Να, λοιπόν, που το θέατρο έδωσε, ανάλογα με τις ισχνές αριθμητικές του δυνάμεις, δυναμικό «παρών» στον αγώνα για την ανεξαρτησία. Κατέθεσε αίμα, ανθρώπινες ζωές, καλλιτεχνικό μόχθο και έμπνευση. Ο αγώνας για την ανεξαρτησία βάδισε πλάι πλάι με τον αγώνα για τον πολιτισμό και οι θεατρίνοι, πλάι πλάι με τους σκληροτράχηλους αγωνιστές σε στεριά και θάλασσα κατά τη μεγάλη εποποιία της Επανάστασης του 1821.

Πηγές:

Π. Μποζίζιο: «Ιστορία του Θεάτρου» εκδ. Αιγόκερως

Γ. Ε. Μαγιάτη: «Εκατό Χρόνια Θέατρο» (Δωδώνη 2009)

Τ. Λιγνάδη: «Ο Χουρμούζης – Ιστορία Θέατρο» (Μπούρας 1986)

Χ. Σταματοπούλου – Βασιλάκου: «Το Ελληνικό Θέατρο στην Κωνσταντινούπολη το 19ο Αιώνα» (Νέος Κύκλος Κωνσταντινουπολιτών 1994)

Χ. Σταματοπούλου – Βασιλάκου: «Το θέατρο στην καθ’ ημάς Ανατολή: Κωνσταντινούπολη – Σμύρνη» (Δράμα και Δρώμενα Πολύτροπον 2006)

Χ. Πατέρας «Τα θέατρα των Αθηνών» εκδ. Συλλογές Α. Βουρνάς (1997).